Παντελής Καζάκος – Ο Ρατσιστής Εκτελεστής της Αθήνας

Μίσος, Ιδεολογία και Αίμα στο Κέντρο της Πόλης

Ο Οκτώβριος του 1999 είχε μόλις ξεκινήσει να κρυώνει την Αθήνα, όταν ένα κύμα ανείπωτης βίας άρχισε να διαχέεται στα σκοτεινά περάσματα της νύχτας. Ήταν ένας θυμός χωρίς προσωπικό λόγο, ένας φόνος χωρίς προηγούμενη διένεξη, ένα αίμα που χυνόταν επειδή απλώς ήταν «ξένο». Στην καρδιά της πρωτεύουσας, ένας νέος άνδρας, μόλις 23 ετών, με το όνομα Παντελής Καζάκος, αποφάσισε να γίνει «εκτελεστής» των αλλοδαπών. Δεν είχε απέναντί του εχθρούς, δεν είχε προηγούμενα με τα θύματά του — μονάχα το μίσος που κουβαλούσε μέσα του. Η υπόθεση Καζάκου παραμένει μέχρι σήμερα ένα από τα πιο καθαρά και ωμά εγκλήματα μίσους στην ελληνική ιστορία.

Το Χρονικό των Επιθέσεων – Μια Πόλη σε Ασπρόμαυρο


Ήταν Τρίτη προς Τετάρτη, 19 Οκτωβρίου 1999. Στους δρόμους του Μεταξουργείου, η νύχτα κυλούσε σαν όλες τις άλλες. Κι όμως, μέσα στη σιωπή, ένας άνθρωπος περιφερόταν με ένα μπράουνινγκ 7,65mm στην τσέπη, αναζητώντας "στόχο". Όχι για να τον ληστέψει. Ούτε για να λύσει κάποια διαφορά. Αναζητούσε «Κούρδους». Τους εντόπισε: τρεις νεαροί άντρες, πρόσφυγες που βρίσκονταν μόλις λίγες εβδομάδες στην Ελλάδα. Έκανε μια ερώτηση. «Είστε Κούρδοι;» Η καταφατική απάντηση ήταν αρκετή. Οκτώ πυροβολισμοί. Ο Χοσεβί, 22 ετών, πέφτει νεκρός. Ο Σερίφ Χαντέλ και ο Γιουσέφ Ρασούλ τραυματίζονται σοβαρά. Ο ένας δεν θα περπατήσει ποτέ ξανά.

Την επόμενη ημέρα, σαν να μη συνέβη τίποτα, ο Καζάκος πήγε στη δουλειά του στην ΕΡΤ. Χωρίς ίχνος ενοχής, χωρίς αμφιβολία. Μόνο μια σκιά στο βλέμμα του.

Το ίδιο βράδυ, με το ίδιο όπλο και την ίδια μανία, ξεκινά νέο "σαφάρι". Στην πλατεία Κουμουνδούρου, πυροβολεί δύο άνδρες από την Γκάνα, τραυματίζοντας σοβαρά τον έναν στο πρόσωπο. Στη συνέχεια, πυροβολεί έναν Αιγύπτιο, έναν Πακιστανό και έναν Νιγηριανό. Όλοι επιβιώνουν, αλλά το αίμα τους βάφει τα πεζοδρόμια της Αθήνας.

Η τελευταία πράξη γράφεται λίγο πριν το ξημέρωμα της Παρασκευής. Στην οδό Ηπείρου, με συνοδεία μάρτυρα, συναντά έναν άνδρα από τη Γεωργία. Τον ακολουθεί, σηκώνει το όπλο και πυροβολεί. Ο Ουντεσιάνι Τζορτζ πέφτει νεκρός με σφαίρα στο στήθος. Στις 04:30 το πρωί, η Αστυνομία τον εντοπίζει και τον συλλαμβάνει.

Το Προφίλ του Δράστη


Ο Παντελής Καζάκος ήταν μόλις 23 ετών όταν αιματοκύλησε το κέντρο της Αθήνας. Πίσω από το πρόσωπο ενός φαινομενικά ήσυχου νεαρού, με σταθερή εργασία στην ΕΡΤ ως φύλακας, κρυβόταν μια ψυχή σκοτεινή, πλημμυρισμένη από φόβο, παραλήρημα και ιδεολογικό φανατισμό. Οι γείτονες τον περιέγραφαν ως "μοναχικό", οι παλιοί του συμμαθητές μιλούσαν για "περίεργες απόψεις", ενώ στο οικογενειακό του περιβάλλον υπήρχε μια φευγαλέα αίσθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Αλλά κανείς δεν μίλησε.

Ο Καζάκος δεν ήταν το προφίλ του τυπικού εγκληματία του υποκόσμου. Δεν ήταν μπλεγμένος με συμμορίες, δεν είχε ιστορικό βίαιων συμπεριφορών προς συγκεκριμένα άτομα. Είχε, όμως, εσωτερικευμένο μίσος. Και αυτό το μίσος κάποια στιγμή βρήκε στόχο.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που προέκυψαν:

  • Ηλικία: 23 ετών κατά τη διάπραξη των εγκλημάτων.

  • Κατοικία: Ζούσε με τους γονείς του στην περιοχή του Μπραχαμίου.

  • Επάγγελμα: Φύλακας στη δημόσια τηλεόραση (ΕΡΤ), εργασία που ενίσχυε την εικόνα ενός «κανονικού» ανθρώπου.

  • Συναισθηματική κατάσταση: Ψυχικά απομονωμένος, χωρίς φίλους ή κοινωνικές σχέσεις. Είχε την τάση να ζει σε εσωτερικό κόσμο γεμάτο "πολέμους" και "απειλές".

Ο πατέρας του, κατά τις καταθέσεις του, αναφέρθηκε σε παράξενες συμπεριφορές του γιου του, ειδικά μετά τη θητεία του στον στρατό. Εκεί φαίνεται πως άρχισαν να γεννιούνται ψευδαισθήσεις και ιδεολογικά παραληρήματα.

  • Ψυχική υγεία (σύμφωνα με μαρτυρίες):

    • Είχε παραληρηματικές ιδέες ("μου έδιναν εντολές να εξοντώσω τους αλλόθρησκους")

    • Άκουγε φωνές

    • Υπέφερε από αυταπάτες ότι συμμετείχε σε «μυστικές αποστολές»

    • Παρουσίαζε έντονη καχυποψία και θρησκευτική εμμονή

  • Χρήση ουσιών:

    • Είχε ιστορικό χρήσης ηρωίνης

    • Είχε νοσηλευτεί στη θεραπευτική κοινότητα «Στροφή»

    • Κατά τη σύλληψή του, σύμφωνα με πληροφορίες, βρέθηκαν ναρκωτικά και πάνω του

  • Ιδεολογική ταυτότητα:

    • Σύμφωνα με παλιούς συμμαθητές και δημοσιεύματα, είχε σχέσεις με τη Χρυσή Αυγή

    • Είχε εμφανιστεί σε πορεία κρατώντας πανό της οργάνωσης

    • Είχε έντονο ενδιαφέρον για τα ελληνοτουρκικά και στρατιωτικά θέματα

    • Συνήθιζε να φορά στο σπίτι του στολές παραλλαγής χωρίς προφανή λόγο

  • Ρητορική και αυτοεικόνα:

    • Έβλεπε τον εαυτό του σαν "στρατιώτη", σαν εκτελεστή αποστολών

    • Δε μετανόησε ποτέ. Επανέλαβε πολλές φορές ότι «δεν γουστάρει τους ξένους»

    • Αναρωτήθηκε στον πατέρα του αν ο κόσμος τον βλέπει ως ήρωα ή φονιά

Η εικόνα του Καζάκου, τελικά, δεν είναι απλώς η μορφή ενός δολοφόνου. Είναι το πορτρέτο μιας επικίνδυνης ψυχικής αλλοίωσης που δυνάμωσε μέσα από την ιδεολογική δηλητηρίαση, την απομόνωση και την ανοχή της κοινωνίας.

Ήταν νέος. Ήταν Έλληνας. Ήταν «κανονικός». Κι όμως, ένα βράδυ, πήρε το όπλο και σκότωσε... όχι γιατί τον έβλαψαν, αλλά επειδή απλώς υπήρχαν.

Το Ρατσιστικό Κίνητρο – Το Μίσος ως Ιδεολογία

Οι πράξεις του Καζάκου δεν είχαν ατομικό κίνητρο. Δεν επιτέθηκε επειδή θίχτηκε ή απειλήθηκε. Δεν έδρασε για εκδίκηση ή για οικονομικό όφελος. Επέλεξε τα θύματά του με μόνο γνώμονα την καταγωγή τους. Όλοι τους ήταν μετανάστες, πρόσφυγες, «ξένοι» στα δικά του μάτια.

Όταν τον ρώτησαν γιατί το έκανε, απάντησε ξεκάθαρα:

«Γιατί δεν γουστάρω τους ξένους.»

Εκείνες οι φράσεις δεν ήταν μόνο ομολογία. Ήταν διακήρυξη. Το μίσος δεν ήταν στιγμιαία έκρηξη, αλλά δομημένη ιδεολογία.

Εκπροσωπούσε μια ιδεολογική τάση που έβραζε στο περιθώριο της ελληνικής κοινωνίας — η βίαιη ξενοφοβία, η φασιστική ρητορική, το "κάθαρμα ως ήρωας".

Κατά την ανάκριση, ο Καζάκος θα ρωτήσει τον πατέρα του:

«Με θεωρεί ο κόσμος ήρωα ή φονιά;»

Και ο πατέρας του, φανερά τραυματισμένος, απάντησε:

«Φονιά σε λένε.»

 Η Δίκη και οι Αντιφάσεις της Κοινωνίας


Η δίκη του Παντελή Καζάκου δεν ήταν απλώς μια νομική διαδικασία. Ήταν μια κοινωνική δοκιμασία: πώς αντιδρά μια κοινωνία όταν η φρίκη της βίας "ταιριάζει" με τα στερεότυπά της;

Οι δικηγόροι του προσπάθησαν να τον παρουσιάσουν ως ψυχικά διαταραγμένο. Έκαναν λόγο για «φωνές», για «ψευδαισθήσεις», για «φανταστικούς πολέμους» που έβλεπε στο μυαλό του. Η κοινή γνώμη διχάστηκε. Άλλοι τον θεωρούσαν «ψυχοπαθή» και άλλοι απλώς «ένα τέρας».

Όμως το δικαστήριο δεν πείστηκε. Δεν αναγνώρισε ελαφρυντικά.

Ο Καζάκος καταδικάστηκε το 2000 σε δις ισόβια και 25 χρόνια κάθειρξη. Η έφεση το 2002 απλώς επικύρωσε την αρχική απόφαση.

Το 2013 θα υποβάλει αίτημα αποφυλάκισης. Το αίτημα θα απορριφθεί. Ο χρόνος δεν κατάφερε να ξεθωριάσει το μίσος που ενσάρκωσε.

Εγκληματολογική Ανάλυση


Η υπόθεση του Παντελή Καζάκου δεν είναι απλώς μια σειρά εγκληματικών πράξεων, αλλά ένα σύνθετο φαινόμενο με έντονα κοινωνιολογικά, ιδεολογικά και ψυχοπαθολογικά χαρακτηριστικά. Είναι από εκείνες τις υποθέσεις που δοκιμάζουν την αντοχή των θεωριών και προκαλούν το πλαίσιο της "κλασικής" εγκληματολογίας. Εδώ δεν έχουμε έναν άνθρωπο που σκοτώνει για χρήματα, πάθος ή εκδίκηση. Έχουμε έναν δράστη που φονεύει επειδή πιστεύει ότι έχει το δικαίωμα – ή και το καθήκον – να το κάνει.

Η εγκληματολογική προσέγγιση της περίπτωσης Καζάκου αναδεικνύει σημαντικές πτυχές:

1. Έγκλημα Μίσους (Hate Crime)

Ο Καζάκος δεν σκότωσε επιλεκτικά· σκότωσε ρατσιστικά. Δεν αναζήτησε εχθρούς προσωπικούς, αλλά στόχους ιδεολογικούς. Ήταν μετανάστες, πρόσφυγες, μη-Έλληνες, μη-Χριστιανοί.
Τα εγκλήματα μίσους διακρίνονται από:

  • Συμβολικό χαρακτήρα (το θύμα αντιπροσωπεύει μια κατηγορία ανθρώπων)

  • Έντονη ιδεολογική ή θρησκευτική διάσταση

  • Μηδενική προσωπική εμπλοκή μεταξύ δράστη και θύματος

Ο Καζάκος δεν «ξέφυγε» – ήξερε ποιον σκότωνε και γιατί.

2. Ιδεολογική Παραβατικότητα – Εγκληματική Ταυτότητα με Πολιτικό Χρώμα

Οι πράξεις του δεν ήταν μεμονωμένες ή αποτέλεσμα στιγμιαίας παρόρμησης. Είχαν συνέχεια, συνέπεια και επαναληψιμότητα.
Εδώ συναντούμε το φαινόμενο της ιδεολογικά εμπνευσμένης εγκληματικής συμπεριφοράς, όπου:

  • Ο δράστης αυτοτοποθετείται ως «εκτελεστής καθήκοντος»

  • Οι φόνοι εκλαμβάνονται ως πράξεις "καθαρισμού" ή "σωτηρίας" της κοινωνίας

  • Η βία δεν αποτελεί παρέκκλιση, αλλά εφαρμογή ενός νοσηρού «πιστεύω»

Σε ανάλογες περιπτώσεις παρατηρείται εξομοίωση του εγκλήματος με αποστολή, η οποία συχνά συνδέεται με ακροδεξιές ή θρησκευτικές φανατικές πεποιθήσεις.

3. Η Θεωρία της "Αποανθρωποποίησης" του Θύματος

Ο Καζάκος δεν σκότωσε «τον Τζορτζ» ή «τον Χοσεβί». Σκότωσε «τον ξένο».
Το θύμα αποπροσωποποιείται, χάνει την ανθρώπινη υπόστασή του και μετατρέπεται σε σύμβολο απειλής. Έτσι:

  • Η ηθική ευθύνη μειώνεται στο μυαλό του δράστη

  • Η συνείδηση παύει να τον εμποδίζει

  • Η δολοφονία εμφανίζεται ως «αναγκαία»

4. Αποτυχία Κοινωνικού Εντοπισμού – Η Αθέατη Ριζοσπαστικοποίηση

Πριν την έκρηξη βίας, προηγήθηκε ραγδαία εσωτερική ριζοσπαστικοποίηση. Η κοινωνία, το οικογενειακό περιβάλλον, οι φίλοι (όσοι υπήρχαν) δεν εντόπισαν έγκαιρα την επικίνδυνη στροφή.
Ο Καζάκος:

  • Έδειχνε εμμονές

  • Είχε γνωστές απόψεις

  • Είχε ψυχικές ενδείξεις
    Αλλά κανείς δεν παρενέβη.

5. Η Σιωπή των Φορέων – Όταν το Μίσος Περνά Απαρατήρητο

Αξίζει να σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή:

  • Δεν υπήρχε νομοθετικό πλαίσιο για εγκλήματα μίσους

  • Η κοινωνία δεν είχε λέξεις όπως «ρατσιστική βία» ή «ξενοφοβικός εξτρεμισμός»

  • Τα ΜΜΕ απέφευγαν τον όρο «ρατσιστής», μιλούσαν για «ψυχοπαθή» ή «μοναχικό λύκο»

Η αποτυχία κατανόησης και ονοματισμού ενός εγκλήματος αφήνει χώρο για επαναλήψεις.

   Η εγκληματολογική ανάλυση του Καζάκου αποκαλύπτει ότι η βία δεν γεννιέται μόνο σε υπόγεια και σκοτεινά σοκάκια. Μπορεί να γεννηθεί σε διαμερίσματα πολυκατοικιών, σε στρατόπεδα, σε γραφεία κρατικών ιδρυμάτων. Και όταν αφεθεί ανεξέλεγκτη, μπορεί να πάρει στα χέρια της ένα όπλο και να μετατρέψει το πεζοδρόμιο σε πεδίο εκτελέσεων..

Τελικός Στοχασμός – Όταν το Μίσος Φορά Παπούτσια και Κυκλοφορεί Ανάμεσά μας

Η υπόθεση του Καζάκου δεν είναι μονάχα ένα έγκλημα. Είναι καθρέφτης. Μας δείχνει τι μπορεί να συμβεί όταν ο ρατσισμός παύει να είναι «άποψη» και μετατρέπεται σε όπλο.

Η ελληνική κοινωνία το 1999 δεν είχε ακόμη λέξεις για να περιγράψει αυτό που βίωνε. Δυσκολευόταν να πει "ρατσιστής", απέφευγε τον όρο "έγκλημα μίσους".

Κι όμως, ο Καζάκος δεν έδρασε στο σκοτάδι. Δεν κρύφτηκε. Περπατούσε στους δρόμους με το όπλο στο χέρι, γιατί ένιωθε ότι του επιτρέπεται.

Το άρθρο αυτό δεν είναι απλώς υπενθύμιση. Είναι προειδοποίηση. Όταν οι ιδεολογίες του μίσους δεν αναγνωρίζονται και δεν αντιμετωπίζονται, τότε το μίσος γίνεται πράξη. Και κάθε τέτοια πράξη, αφήνει πίσω της νεκρούς, πληγές και σιωπές.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η Δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ: Εγκληματολογική Προσέγγιση Μιας Σιωπηλής Εκτέλεσης

Η Υπόθεση Πισπιρίγκου και οι Σκιές της Οικιακής Τραγωδίας

Η υπόθεση ΜΟΥΡΤΖΟΥΚΟΥ - «Ό,τι δεν ειπώθηκε ποτέ»