Η Υπόθεση Πισπιρίγκου και οι Σκιές της Οικιακής Τραγωδίας


 1. Γενική Εισαγωγή

   Η υπόθεση Πισπιρίγκου δεν είναι απλώς μία ακόμη τραγωδία που κατέγραψαν τα δελτία ειδήσεων. Είναι μια ιστορία που σόκαρε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία και ανέδειξε με οδυνηρό τρόπο τις αδυναμίες ενός ολόκληρου συστήματος: θεσμών, επιστημονικών αρχών και κοινωνικής ευαισθησίας. Η σταδιακή απώλεια τριών παιδιών από την ίδια οικογένεια, σε σύντομο χρονικό διάστημα, σε πρώτη φάση αντιμετωπίστηκε ως μία θλιβερή αλληλουχία συμπτώσεων ή σπάνιων παθολογικών περιστατικών. Η αρχική αμηχανία, η αδυναμία σύνδεσης των γεγονότων και η έλλειψη ουσιαστικής παρέμβασης, δημιούργησαν το κατάλληλο έδαφος ώστε η υπόθεση να εκτροχιαστεί σε ένα πεδίο που σήμερα αγγίζει τα όρια του φρικώδους.

   Η Ρούλα Πισπιρίγκου, μητέρα των τριών κοριτσιών, από την Πάτρα, βρέθηκε από τον ρόλο του θύματος στο επίκεντρο μίας καταιγιστικής δικαστικής και κοινωνικής αμφισβήτησης. Η δημόσια εικόνα της, καθώς και η συμπεριφορά της σε συνεντεύξεις και εμφανίσεις μετά τους θανάτους των παιδιών, αποτέλεσαν αντικείμενο συζητήσεων, ακόμα και χλευασμού στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Όμως το ζήτημα δεν είναι επικοινωνιακό. Είναι ουσιαστικό. Πώς είναι δυνατόν σε ένα κράτος με οργανωμένες ιατρικές δομές και κοινωνικές υπηρεσίες να πεθαίνουν τρία παιδιά κάτω από την ίδια στέγη, χωρίς κανείς να κινητοποιείται εγκαίρως;

   Η κοινωνία παρακολούθησε με κομμένη την ανάσα την σταδιακή αποκάλυψη των γεγονότων. Η αντίδραση δεν ήταν μόνο θυμός και οργή. Ήταν και τρόμος. Γιατί η υπόθεση αυτή αποκάλυψε ένα σενάριο ακραίας οικογενειακής αποσύνθεσης με ενδεχόμενες παθολογικές συμπεριφορές που μπορεί να συνδέονται με βαθύτερα ψυχικά αίτια — αλλά και με μια κοινωνία που, ακόμη και όταν υποψιάζεται, πολλές φορές σιωπά.

   Πέρα από την ατομική ευθύνη, αν αποδειχθεί, η υπόθεση Πισπιρίγκου προκαλεί καίρια ερωτήματα: πού σταματά η αμέλεια και πού ξεκινά η συνενοχή; Υπάρχουν μηχανισμοί παρακολούθησης που να μπορούν να διακρίνουν το επικίνδυνο μέσα στο "οικείο"; Και το κυριότερο: θα είχε σωθεί έστω και ένα από τα παιδιά αν το σύστημα είχε λειτουργήσει νωρίτερα;

2. Το Χρονικό των Θανάτων

   Η υπόθεση Πισπιρίγκου άρχισε να ξετυλίγεται μέσα από μια σειρά γεγονότων που, εκ πρώτης όψεως, έμοιαζαν ασύνδετα. Το πρώτο πλήγμα ήρθε το 2019, με τον θάνατο της μικρής Μαλένας, ηλικίας μόλις τριάμισι ετών. Σύμφωνα με το αρχικό ιατρικό πόρισμα, ο θάνατος αποδόθηκε σε ηπατική ανεπάρκεια, χωρίς ωστόσο να εντοπιστεί σαφής αιτιολογία. Το γεγονός ότι το παιδί είχε νοσηλευτεί για άλλη αιτία και πέθανε ξαφνικά, χωρίς σαφή ιατρική εξήγηση, αποτελεί από μόνο του έναν δείκτη που, σύμφωνα με επιστημονικά πρωτόκολλα (όπως αυτά που περιγράφονται στο Child Death Review Guidelines του CDC), θα έπρεπε να είχε σημάνει καμπανάκι κινδύνου.

   Δύο χρόνια αργότερα, το 2021, ακολούθησε ο θάνατος της έξι μηνών Ίριδας μέσα στο ίδιο το οικογενειακό περιβάλλον. Και πάλι, τα αρχικά πορίσματα απέδωσαν τον θάνατο σε αιφνίδιο βρεφικό σύνδρομο, χωρίς περαιτέρω έρευνα σε βάθος. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η επιστημονική κοινότητα θεωρεί τον αιφνίδιο βρεφικό θάνατο ως διάγνωση αποκλεισμού: χρησιμοποιείται μόνο αφού έχουν αποκλειστεί όλα τα πιθανά παθολογικά ή τραυματικά αίτια. Στην περίπτωση αυτή, το γεγονός ότι δεν διεξήχθη πλήρης ιατροδικαστική διερεύνηση υπό το πρίσμα της επαναλαμβανόμενης οικογενειακής απώλειας εγείρει σοβαρά ερωτήματα για τις διαδικασίες διαχείρισης υπόπτων θανάτων παιδιών στην Ελλάδα.

   Το 2022, η τραγωδία κορυφώθηκε με τον θάνατο της εννιάχρονης Τζωρτζίνας, του μοναδικού παιδιού που είχε απομείνει ζωντανό στην οικογένεια. Η Τζωρτζίνα είχε ήδη εμφανίσει σοβαρά νευρολογικά προβλήματα, καθώς είχε επιβιώσει από μια ανεξήγητη ανακοπή καρδιάς λίγους μήνες νωρίτερα, γεγονός που την άφησε τετραπληγική. Ο θάνατός της σε νοσοκομειακό περιβάλλον αποτέλεσε την απαρχή της ουσιαστικής έρευνας. Η ανίχνευση της ουσίας κεταμίνης στον οργανισμό της — σε συγκεντρώσεις που, σύμφωνα με τα τοξικολογικά πρωτόκολλα (Forensic Toxicology Guidelines), θεωρούνται θανατηφόρες — αποτέλεσε το καθοριστικό σημείο καμπής.

   Η επιστημονική προσέγγιση σε τέτοιες περιπτώσεις βασίζεται στην αναζήτηση μοτίβων. Η σταδιακή απώλεια τριών παιδιών, σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα αλλά μέσα στο ίδιο οικογενειακό περιβάλλον, είναι χαρακτηριστικό που, σύμφωνα με διεθνείς έρευνες (όπως οι αναλύσεις της Royal College of Paediatrics and Child Health), αποτελεί ισχυρή ένδειξη κακοποίησης ή εγκληματικής ενέργειας όταν δεν υφίσταται κοινή γενετική ή ιατρική αιτία. Το προφίλ της υπόθεσης εναρμονίζεται με τις περιγραφές του φαινομένου Münchausen Syndrome by Proxy, χωρίς βέβαια να μπορεί να αποδοθεί τέτοια διάγνωση χωρίς πλήρη ψυχιατρική αξιολόγηση.

   Στην παρούσα υπόθεση, το κεντρικό ερώτημα που αναδύεται είναι γιατί οι τρεις τραγικοί θάνατοι δεν ενεργοποίησαν άμεσα μηχανισμούς διασταύρωσης και ενδελεχούς διερεύνησης. Το γεγονός αυτό δεν αποτελεί μόνο ατομική αποτυχία αλλά δείχνει συστημικό κενό στον τρόπο με τον οποίο οι θεσμοί προσεγγίζουν επαναλαμβανόμενα περιστατικά ανησυχητικής φύσης, ιδίως όταν αφορούν παιδιά.

   Το σύνδρομο Münchausen by Proxy (MSBP) είναι μια σοβαρή μορφή κακοποίησης, κατά την οποία ένας φροντιστής —συνήθως η μητέρα— προκαλεί σκόπιμα ή προσποιείται ασθένειες ή τραυματισμούς σε άτομο που φροντίζει, συχνότερα ένα μικρό παιδί, με σκοπό να αποκομίσει συμπάθεια, προσοχή ή ψυχολογική ικανοποίηση από το ρόλο του "ήρωα" γονέα που μάχεται για τη σωτηρία του παιδιού.

   Δεν πρόκειται απλά για υπερπροστατευτικότητα ή υπερβολικό άγχος για την υγεία του παιδιού. Πρόκειται για σκόπιμη πρόκληση ή επινόηση προβλημάτων υγείας, μέσω:

  • Χορήγησης φαρμάκων,

  • Παρεμβάσεων σε ιατρικές εξετάσεις,

  • Δημιουργίας ψευδών συμπτωμάτων,

  • Άρνησης πληροφόρησης ή παραπληροφόρησης ιατρικών ομάδων.

   Το MSBP έχει αναγνωριστεί επίσημα στο DSM-5 (Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών) ως "Factitious Disorder Imposed on Another" (Διαταραχή Κατασκευασμένων Συμπτωμάτων που Επιδρά σε Άλλον).

Κεντρικά χαρακτηριστικά:

  • Το παιδί συχνά υποβάλλεται σε άσκοπες ή επικίνδυνες ιατρικές πράξεις.

  • Ο δράστης φαίνεται "αφοσιωμένος" και "παρών" στα νοσοκομεία, δείχνοντας υπερβολική ανησυχία.

  • Μετά από απομάκρυνση του παιδιού από τον φροντιστή, τα συμπτώματα συνήθως εξαφανίζονται.

   Ψυχολογικά, το άτομο με MSBP δεν αναζητά οικονομικό όφελος ή άλλο χειροπιαστό κίνητρο. Κίνητρό του είναι κυρίως η προσοχή και η ηρωοποίηση που δέχεται από το περιβάλλον ως υποδειγματικός φροντιστής.

Σημαντικό:

   Το MSBP είναι δύσκολο να διαγνωστεί γιατί τα παιδιά-θύματα δεν μπορούν να καταγγείλουν το κακό και οι γιατροί συχνά παραπλανώνται από τον γονέα που δείχνει συνεργάσιμος και "ευσυνείδητος".

3. Εξέλιξη της Έρευνας

   Η πορεία της υπόθεσης Πισπιρίγκου από την τραγωδία στην ερευνητική διερεύνηση υπήρξε αργή και βασανιστική, αντανακλώντας όχι μόνο την πολυπλοκότητα των περιστατικών αλλά και τις παθογένειες του ίδιου του συστήματος. Για αρκετό χρονικό διάστημα, οι διαδοχικοί θάνατοι ερμηνεύτηκαν μεμονωμένα, χωρίς συνδυαστική ανάλυση. Αυτό αποτελεί κλασικό σφάλμα που έχει καταγραφεί και σε άλλες διεθνείς περιπτώσεις παιδικής κακοποίησης με θανατηφόρα κατάληξη, όπως υπογραμμίζουν μελέτες της American Academy of Pediatrics.

   Η καμπή ήρθε όταν, μετά τον θάνατο της Τζωρτζίνας, τοξικολογικές εξετάσεις έδειξαν υψηλή συγκέντρωση κεταμίνης στον οργανισμό της. Η κεταμίνη είναι ουσία που χρησιμοποιείται σε αναισθησίες, όμως σε υψηλές δόσεις προκαλεί άμεση καταστολή του αναπνευστικού και καρδιακού συστήματος, οδηγώντας στον θάνατο. Δεν είχε χορηγηθεί από τους θεράποντες ιατρούς, στοιχείο που άνοιξε τον δρόμο για το ερώτημα: πώς βρέθηκε στον οργανισμό του παιδιού;

   Η ανακριτική διαδικασία, βασισμένη σε συγκριτική ανάλυση ιατρικών φακέλων, καταθέσεις και ψηφιακά ίχνη, ανέδειξε επιβαρυντικά δεδομένα. Οι ερευνητές διαπίστωσαν, μεταξύ άλλων, διαδικτυακές αναζητήσεις από κινητά της κατηγορούμενης για ουσίες με κατασταλτική δράση, γεγονός που, κατά τα πρότυπα ανάλυσης εγκληματικών συμπεριφορών (Crime Pattern Theory), θεωρείται ένδειξη προμελέτης.

   Παράλληλα, η διαρκής παρουσία της κατηγορούμενης σε κάθε στάδιο της νοσηλείας της Τζωρτζίνας, η εμμονική ενασχόλησή της με τη δημόσια εικόνα της μέσω συνεντεύξεων και η ψυχρότητα σε κρίσιμες στιγμές (όπως αποτυπώθηκε και σε μαρτυρίες νοσηλευτικού προσωπικού) ενίσχυσαν το προφίλ ενός ατόμου με πιθανά ναρκισσιστικά ή αντικοινωνικά χαρακτηριστικά. Σε επιστημονικό επίπεδο, τέτοιες συμπεριφορές συμβαδίζουν με διαγνώσεις που περιγράφονται στο DSM-5, ιδίως σε ό,τι αφορά τη Ναρκισσιστική και την Αντικοινωνική Διαταραχή Προσωπικότητας.

   Η ανακριτική έρευνα συνέχισε να επεκτείνεται και προς άλλες πτυχές: οικονομικές συναλλαγές, οικογενειακές σχέσεις και πιθανούς κύκλους διακίνησης ουσιών. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, δεν έχουν προκύψει αποδείξεις ότι η δράση της κατηγορούμενης ήταν μέρος οργανωμένου κυκλώματος. Παρ' όλα αυτά, το εύρος και η επιμονή της συμπεριφοράς της, σε συνδυασμό με την παράλληλη κοινωνική ανοχή, αποτελούν, κατά την εγκληματολογική θεωρία (Neutralization Theory), παράγοντες που επιτρέπουν τη διαιώνιση εγκληματικών πράξεων χωρίς άμεση αποκάλυψη.

   Η υπόθεση αυτή αποδεικνύει με σκληρό τρόπο ότι όταν παραβλέπονται τα πρώιμα σήματα κινδύνου — είτε λόγω αφέλειας, είτε λόγω συστημικών αδυναμιών — οι συνέπειες μπορεί να είναι ανεπανόρθωτες. Επιβεβαιώνει, επίσης, ότι η εγκληματολογική ανάλυση τέτοιων περιπτώσεων πρέπει να γίνεται συνδυαστικά: μελέτη συμπεριφοράς, αξιολόγηση κινήτρων και συνεχής διασταύρωση στοιχείων με επιστημονικά εργαλεία.

4. Ψυχολογικό Προφίλ της Κατηγορούμενης


   Η ανάλυση της προσωπικότητας ενός κατηγορούμενου σε περιπτώσεις εγκλημάτων κατά ανηλίκων απαιτεί προσοχή, επιστημονική τεκμηρίωση και αποφυγή βιαστικών συμπερασμάτων. Στην περίπτωση της Ρούλας Πισπιρίγκου, ωστόσο, ο όγκος των στοιχείων που προέκυψε από μαρτυρίες, συμπεριφορές και ανακριτικά δεδομένα επιτρέπει τη σχηματοποίηση κάποιων πρώτων εγκληματολογικών παρατηρήσεων.

   Η δημόσια εικόνα της κατηγορούμενης, όπως αυτή αποτυπώθηκε στα μέσα ενημέρωσης, αλλά και οι καταθέσεις ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, ανέδειξαν ένα άτομο που παρουσίαζε αντιφατικές πτυχές. Από τη μία, εμφανιζόταν ως μητέρα που αγωνιούσε για την τύχη του παιδιού της· από την άλλη, παρατηρήθηκε συναισθηματική ψυχρότητα, έλλειψη αυθεντικής θλίψης και στιγμές υπερβολικής ενασχόλησης με τη δημόσια εικόνα της, ακόμη και εν μέσω τραγωδίας.

   Σύμφωνα με τα διαγνωστικά κριτήρια του DSM-5 ((Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders, 5th Edition) και τις αρχές της εγκληματολογικής ψυχολογίας, τέτοιες συμπεριφορές μπορεί να υποδεικνύουν την ύπαρξη στοιχείων ναρκισσιστικής ή αντικοινωνικής διαταραχής προσωπικότητας.

   Η Ναρκισσιστική Διαταραχή Προσωπικότητας χαρακτηρίζεται από ανάγκη για θαυμασμό, αίσθηση μεγαλειότητας και έλλειψη ενσυναίσθησης. Στην προκειμένη περίπτωση, η συνεχής αναζήτηση δημοσιότητας και η επιμονή να εμφανίζεται ως κεντρικό πρόσωπο της τραγωδίας, συχνά με τρόπο που υπερέβαινε την ανθρώπινη ανάγκη για κατανόηση, συνάδουν με τέτοια χαρακτηριστικά.

  Ταυτόχρονα, η Αντικοινωνική Διαταραχή Προσωπικότητας συνδέεται με αδιαφορία για τα δικαιώματα των άλλων, εξαπάτηση και χειριστική συμπεριφορά. Η συστηματική παρουσία της κατηγορούμενης στο προσκήνιο, η ψυχρή διαχείριση κρίσιμων στιγμών και η φαινομενική έλλειψη ενοχής ή εσωτερικής σύγκρουσης για την απώλεια των παιδιών της, θα μπορούσαν να ενταχθούν εντός αυτού του φάσματος.

   Δεν μπορεί επίσης να παραβλεφθεί η πιθανότητα ύπαρξης στοιχείων του λεγόμενου Münchausen Syndrome by Proxy, όπου το άτομο προκαλεί ή επινοεί ασθένειες σε τρίτους (συνήθως σε παιδιά υπό την κηδεμονία του), επιδιώκοντας να αποσπάσει προσοχή και θαυμασμό από το περιβάλλον. Η χρονική αλληλουχία των τραγικών γεγονότων, σε συνδυασμό με τη μη πειστική αιτιολόγησή τους, επιτρέπει τη διατύπωση τέτοιου είδους υποθέσεων, αν και οποιαδήποτε διάγνωση απαιτεί επίσημη ψυχιατρική εκτίμηση βάσει κλινικής αξιολόγησης.

   Σε κάθε περίπτωση, το προφίλ της κατηγορούμενης διαμορφώνεται ως εκείνο ενός ατόμου με αυξημένη ανάγκη ελέγχου, προσανατολισμένο στην εξωτερική αναγνώριση και ενδεχομένως μειωμένη ικανότητα αυθεντικής συναισθηματικής σύνδεσης με τα θύματα. Τα χαρακτηριστικά αυτά, συνδυαζόμενα με την ενσυνείδητη ή ασυνείδητη εκμετάλλευση του οικείου περιβάλλοντος, συνθέτουν ένα προφίλ επικίνδυνης δυναμικής που, αν δεν εντοπιστεί εγκαίρως, μπορεί να οδηγήσει σε τραγικές καταλήξεις.

Τι είναι το Crime Pattern Theory; Πως εφαρμόζεται στην υπόθεση Πισπιρίγκου;


   Το Crime Pattern Theory (Θεωρία Μοτίβων Εγκλήματος) είναι μια θεωρία της περιβαλλοντικής εγκληματολογίας, αναπτυγμένη από τους εγκληματολόγους Paul και Patricia Brantingham.

   Η βασική της ιδέα είναι ότι το έγκλημα δεν συμβαίνει τυχαία. Οι εγκληματικές ενέργειες διαμορφώνονται από μοτίβα ρουτίνας, γεωγραφικά περιβάλλοντα και ευκαιρίες που προκύπτουν μέσα στον χώρο και τον χρόνο της καθημερινής ζωής του δράστη.

Με απλά λόγια:

  • Οι άνθρωποι κινούνται καθημερινά μέσα σε "χώρους ρουτίνας" (σπίτι, δουλειά, σχολείο, καταστήματα).

  • Το έγκλημα τείνει να συμβαίνει εκεί όπου οι διαδρομές αυτών των ρουτινών τέμνονται με ευκαιρίες για δράση.

  • Ο δράστης δεν αναζητά τυχαία τα θύματά του ή τον τόπο του εγκλήματος, αλλά τα ανακαλύπτει μέσα στη φυσική του ροή και το γνωστό περιβάλλον του.

Κύριες Αρχές του Crime Pattern Theory:

1. Η γνώση του περιβάλλοντος: Οι εγκληματίες τείνουν να δραστηριοποιούνται σε περιοχές που γνωρίζουν καλά.

2. Τα σημεία πρόσβασης: Οι διασταυρώσεις καθημερινών διαδρομών δημιουργούν ευκαιρίες για έγκλημα.

3. Οι ευκαιρίες δεν είναι ισομερώς κατανεμημένες: Ορισμένα μέρη και καταστάσεις παράγουν περισσότερες ευκαιρίες από άλλα.

4. Ο εγκληματίας "διαβάζει" το περιβάλλον: Εντοπίζει σημεία αδυναμίας ή έλλειψης επιτήρησης και τα εκμεταλλεύεται.

Εφαρμογή στην περίπτωση Πισπιρίγκου:

   Στην υπόθεση Πισπιρίγκου, το Crime Pattern Theory προσφέρει ένα πολύτιμο εργαλείο για να κατανοηθεί η πιθανή μεθοδολογία δράσης της κατηγορούμενης. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, οι εγκληματικές πράξεις δεν συμβαίνουν στο κενό ούτε επιλέγονται τυχαία. Αναπτύσσονται μέσα σε χώρους που ο δράστης γνωρίζει, κατανοεί και μπορεί να ελέγξει, ενώ ενεργοποιούνται όταν ανακύπτουν κατάλληλες ευκαιρίες.

Η Ρούλα Πισπιρίγκου, μέσα στο νοσοκομειακό περιβάλλον όπου νοσηλευόταν η κόρη της, είχε:

  • Πλήρη γνώση των καθημερινών διαδικασιών.

  • Πρόσβαση στο παιδί χωρίς συνεχή επιτήρηση.

  • Κατανόηση του πώς λειτουργούν οι ιατρικές ομάδες, σε ποια σημεία υπάρχει "τυφλό σημείο" επιτήρησης και ποιες ώρες είναι πιο χαλαρός ο έλεγχος.

   Το γεγονός ότι η ουσία κεταμίνη ανιχνεύθηκε σε υψηλές, θανατηφόρες συγκεντρώσεις, και μάλιστα σε πλαίσιο που θεωρείτο ασφαλές, ενισχύει την άποψη ότι η πράξη πραγματοποιήθηκε εντός χώρου ρουτίνας του δράστη και όχι σε άγνωστο ή απρόβλεπτο περιβάλλον.

   Η κατηγορούμενη, δρώντας εντός αυτού του "γνωστού χώρου", αξιοποίησε την οικειότητα και την εξοικείωση με το περιβάλλον για να πραγματοποιήσει την πράξη χωρίς άμεση υποψία.

   Επιπλέον, σύμφωνα με το Crime Pattern Theory, οι εγκληματίες τείνουν να αναπτύσσουν "νοητικούς χάρτες" των περιοχών τους: γνωρίζουν πότε και πού μπορούν να δρουν με ασφάλεια. Η σταδιακή επιδείνωση της υγείας της Τζωρτζίνας και τα επεισόδια που σημειώνονταν κατά την απουσία ή τη χαλάρωση της ιατρικής επίβλεψης δείχνουν ότι οι πράξεις ενδέχεται να μην ήταν παρορμητικές, αλλά να στηρίζονταν σε συστηματική εκμετάλλευση ευκαιριών.

   Άρα, σύμφωνα με αυτή την εγκληματολογική θεώρηση:

  • Η επιλογή του τόπου δράσης (νοσοκομείο).

  • Ο τρόπος παρέμβασης (σε μη επιτηρούμενες στιγμές).

  • Και η χρήση μέσου (ουσία που δεν ήταν μέρος της επίσημης φαρμακευτικής αγωγής).

δεν αποτελούν τυχαίες συμπτώσεις, αλλά αναμενόμενα αποτελέσματα της ανάπτυξης ενός εγκληματικού μοτίβου μέσα σε οικείο και ελεγχόμενο περιβάλλον.

   Σε τελική ανάλυση, το Crime Pattern Theory μας βοηθά να κατανοήσουμε ότι σε περιπτώσεις όπως αυτή, η "ευκαιρία" δεν είναι απλώς εξωτερική — δημιουργείται και καλλιεργείται από τη γνώση και την άνεση του δράστη μέσα στο περιβάλλον του.

5. Ανοικτά Ερωτήματα και Σημεία Σκοτεινά


   Παρά την πρόοδο της ανακριτικής διαδικασίας και την αποσαφήνιση κρίσιμων στοιχείων, η υπόθεση Πισπιρίγκου εξακολουθεί να περιβάλλεται από μια σειρά ανοιχτών ερωτημάτων και σκοτεινών σημείων, τα οποία, ακόμη και σήμερα, προκαλούν βαθύ προβληματισμό.

   Πρώτο και κυριότερο ερώτημα παραμένει το πώς κατάφερε να ολοκληρωθεί η αλυσίδα των τραγικών γεγονότων χωρίς να υπάρξει νωρίτερα ουσιαστική παρέμβαση από το σύστημα υγείας και τις κοινωνικές υπηρεσίες. Σε πολλές χώρες, σύμφωνα με τα πρότυπα του Child Protection System Model (π.χ. Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ), η επαναλαμβανόμενη απώλεια ανηλίκων εντός της ίδιας οικογένειας θα ενεργοποιούσε αυτόματα ενδελεχή έλεγχο και υποχρεωτική αναφορά σε αρμόδιες αρχές. Το γεγονός ότι στην Ελλάδα δεν υπήρξε άμεση, ολοκληρωμένη διερεύνηση μετά τον δεύτερο θάνατο καταδεικνύει σοβαρές αδυναμίες στη διαχείριση κρίσεων παιδικής κακοποίησης.

   Ένα δεύτερο σκοτεινό σημείο είναι η προέλευση και η χορήγηση της κεταμίνης. Παρότι οι έρευνες έδειξαν ότι δεν προερχόταν από το επίσημο θεραπευτικό πρωτόκολλο του νοσοκομείου, παραμένει ασαφές το πώς η κατηγορούμενη απέκτησε πρόσβαση σε μια τέτοια φαρμακευτική ουσία, δεδομένου ότι πρόκειται για ελεγχόμενο φάρμακο που απαιτεί αυστηρή διαχείριση. Η πτυχή αυτή εγείρει αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με πιθανές διαρροές ή παρατυπίες στον χώρο της διακίνησης φαρμακευτικών ουσιών, χωρίς ωστόσο να έχει αποδειχθεί οργανωμένη εμπλοκή.

   Επιπλέον, δεν έχει ακόμα φωτιστεί πλήρως ο βαθμός γνώσης ή εμπλοκής άλλων ατόμων από το στενό οικογενειακό περιβάλλον. Η θεωρία της συν-κακοποίησης (co-abuse), που έχει μελετηθεί σε υποθέσεις πολλαπλής ενδοοικογενειακής βίας, υποδεικνύει ότι σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να υπάρχει γνώση ή παθητική συνενοχή άλλων μελών της οικογένειας, ακόμα κι αν δεν προβαίνουν σε ενεργό συμμετοχή. Αν και μέχρι στιγμής δεν έχουν παρουσιαστεί επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για άμεση συνενοχή τρίτων, το ερώτημα για το κατά πόσον υπήρξε σιωπηρή ανοχή ή αποσιώπηση παραμένει.

   Τέλος, παραμένει ανοιχτό το ευρύτερο ζήτημα της ψυχολογικής δυναμικής της κατηγορούμενης και αν τα κίνητρα της υπερβαίνουν την ατομική ψυχοπαθολογία, αγγίζοντας ίσως βαθύτερες ανάγκες για κοινωνική καταξίωση, έλεγχο ή ακόμη και ενδεχόμενη ένταξη σε ένα ευρύτερο πλαίσιο δυσλειτουργικών κοινωνικών δομών.

   Η εγκληματολογική θεωρία περί Social Pathology υπενθυμίζει ότι, σε ορισμένα περιβάλλοντα, οι παθολογικές συμπεριφορές δεν αναπτύσσονται μεμονωμένα αλλά ενισχύονται από αδράνεια, αδιαφορία ή ανοχή του κοινωνικού συνόλου.

   Η υπόθεση Πισπιρίγκου, ακόμη και πριν την οριστική έκβασή της στη δικαιοσύνη, έχει ήδη αναδείξει ότι το έγκλημα κατά της παιδικής ζωής δεν είναι ποτέ απλό, μεμονωμένο ή απομονωμένο. Αναπτύσσεται στη σκιά αδυναμιών — θεσμικών, κοινωνικών, και ενίοτε προσωπικών — που αν δεν αντιμετωπιστούν με συστηματικότητα και αποφασιστικότητα, γεννούν νέα εγκλήματα και νέες τραγωδίες.

Καταληκτική Σκέψη – Μια Υπόθεση Που Ξεπερνά το Άτομο

   Η υπόθεση Πισπιρίγκου, ανεξάρτητα από την τελική της κατάληξη στις αίθουσες των δικαστηρίων, έχει ήδη εγγραφεί στη συλλογική μνήμη ως μια υπόθεση με τεράστιο κοινωνικό, ηθικό και εγκληματολογικό βάρος. Δεν πρόκειται απλώς για τη φρικτή απώλεια τριών παιδιών, ούτε μόνο για το ενδεχόμενο εγκληματικής συμπεριφοράς από έναν γονέα. Πρόκειται για την αποκάλυψη ενός πλέγματος αδράνειας, άρνησης και λειτουργικής αποτυχίας σε όλα τα επίπεδα: από το οικογενειακό μέχρι το θεσμικό.

 Η εγκληματολογική ανάλυση της υπόθεσης δεν μπορεί να μείνει μόνο στο προφίλ της κατηγορούμενης ή στην αλληλουχία των θανάτων. Οφείλει να αγγίξει τις σκιές που κινούνται πίσω από την επιφάνεια: τη σιωπή του κοινωνικού περίγυρου, την απουσία επαγρύπνησης από υπηρεσίες πρόνοιας, τις ρωγμές στην επικοινωνία μεταξύ επιστημονικών και δικαστικών φορέων. Κάθε μία από αυτές τις παραλείψεις δεν αποτελεί απλώς “ατυχία” — είναι μια ευκαιρία που χάθηκε. Και κάθε χαμένη ευκαιρία κόστισε μία παιδική ζωή.

   Καθώς περνάμε στην επόμενη υπόθεση, αυτή της Μουρτζούκου, δεν θα πρέπει να την εξετάσουμε ως ανεξάρτητο περιστατικό, αλλά με τη βαθιά επίγνωση ότι, ενίοτε, το έγκλημα δεν είναι η εξαίρεση, αλλά η λογική συνέπεια ενός συστήματος που δεν ήθελε ή δεν μπορούσε να δει έγκαιρα.

«Η ανάλυση αυτή βασίζεται σε δημόσια προσβάσιμα δεδομένα και δεν υποκαθιστά τη δικαστική κρίση».


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η Δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ: Εγκληματολογική Προσέγγιση Μιας Σιωπηλής Εκτέλεσης

ΥΠΟΘΕΣΗΣ "KIDFLIX": ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ – ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΕΝΕΡΓΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗΣ ΠΛΑΤΦΟΡΜΑΣ