Σορίν Ματέι: Η ομηρία που πάγωσε την Ελλάδα
Εισαγωγή
- Πώς μπορεί ένας δράστης, γνωστός στις διωκτικές αρχές, να δρα ανενόχλητος εντός της επικράτειας;
- Ποιες είναι οι επιπτώσεις της αστυνομικής καθυστέρησης και έλλειψης συντονισμού;
- Τι ρόλο διαδραματίζει η ζωντανή τηλεοπτική κάλυψη στη διαμόρφωση της εγκληματικής πράξης και της κοινωνικής αντίδρασης;
Χρονολογική Απεικόνιση των Γεγονότων
Η υπόθεση του Σορίν Ματέι, όπως εξελίχθηκε τον Σεπτέμβριο του 1998, δεν ήταν ένα μεμονωμένο, απρόβλεπτο συμβάν. Αντίθετα, υπήρξε το αποκορύφωμα μιας μακράς πορείας εγκληματικότητας, αλλεπάλληλων αποδράσεων, επιχειρησιακής αποτυχίας και κρατικής αδράνειας. Η κατάληξη της υπόθεσης με την τραγωδία στην οδό Νιόβης αποτέλεσε την κορύφωση ενός ευρύτερου κύκλου βίας, θεσμικής απώλειας ελέγχου και έλλειψης συστημικής πρόληψης.
Η εγκληματική προϊστορία του Σορίν Ματέι
-
Απόδραση από τις φυλακές Κέρκυρας (10 Μαρτίου 1996),
-
Απόδραση από το νοσοκομείο "Γ. Γεννηματάς",
-
Απόδραση από τις φυλακές Λάρισας,
-
Επανασύλληψη και μεταφορά στο Ψυχιατρείο Κορυδαλλού (Μάιος 1997),
-
Νέα απόδραση από το Τμήμα Μεταγωγών Πάτρας (Ιούλιος 1998).
Αν και ο Ματέι βρισκόταν διαρκώς στο μικροσκόπιο των αρχών, κατάφερνε να διαφεύγει με εντυπωσιακή ευκολία, ενισχύοντας την εικόνα ενός ατόμου ικανού να κινηθεί με χειρουργική ακρίβεια στο «περιθώριο» του συστήματος ασφαλείας.
Η αποτυχημένη σύλληψη και η ομηρία στο Παγκράτι
Στις 5 Σεπτεμβρίου 1998, η Αστυνομία εντοπίζει τον Ματέι συνεπεία αξιοποίησης πληροφορια΄κων στοιχείων ένεκα της σύλληψης του συνεργού του Παναγιώτη Χαλεπά. Κατά την επιχείρηση στο σπίτι του, εκείνος αντιδρά ένοπλα, κρατώντας δύο χειροβομβίδες και ένα όπλο. Πιάνει όμηρο έναν αστυφύλακα και, οδηγώντας τον με αυτοκίνητο στην Εθνική Οδό, καταφέρνει να διαφύγει, αφήνοντας τον όμηρο στον Πειραιά. Ακολουθεί δεύτερη συμπλοκή στη Λάρισα, από την οποία επίσης διαφεύγει.
Η επιχείρηση εντοπισμού του εντείνεται. Η αστυνομία επιλέγει να αναμένει την «κατάλληλη στιγμή» για τη σύλληψή του.
Η ευκαιρία φτάνει στις 23 Σεπτεμβρίου 1998, όταν ο Ματέι επισκέπτεται τη φίλη του Πηνελόπη Αθανασοπούλου, η οποία διαμένει στο ισόγειο πολυκατοικίας στην οδό Νιόβης 4, στα Κάτω Πατήσια. Παρουσία εισαγγελέα, οι ειδικές δυνάμεις επιχειρούν έφοδο, ο Ματέι αντιστέκεται, τραυματίζεται και καταφέρνει να διαφύγει μέσα από το φωταγωγό και να εισέλθει στο διαμέρισμα του 1ου ορόφου, όπου ξεκινά το τραγικό στάδιο της ομηρίας.
Η ομηρία στην οδό Νιόβης
Στο διαμέρισμα βρίσκονταν:
-
Η Σουλτάνα Γκινάκη (58 ετών)
-
Η κόρη της, Αμαλία Γκινάκη (25 ετών)
-
Ο γιος της, Ευάγγελος Γκινάκης (24 ετών)
-
Ο αρραβωνιαστικός της Αμαλίας, Απόστολος Μακρινός (34 ετών)
Ο Ματέι, ματωμένος και υπό την επήρεια ναρκωτικών, δένεται με κορδόνια στο ένα χέρι με την Αμαλία και στο άλλο με τον Απόστολο. Στο μεταξύ, περιποιούνται τα τραύματά του.
Η ομηρία εξελίσσεται με ραγδαία ταχύτητα σε τηλεοπτικό θέαμα. Ο δράστης τηλεφωνεί στον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ και ζητά να συνομιλήσει με τον Νίκο Ευαγγελάτο, παρουσιαστή του κεντρικού δελτίου. Η επικοινωνία μεταδίδεται σε ζωντανή σύνδεση για τέσσερις ώρες. Ο Ματέι δηλώνει ότι έχει κάνει χρήση ηρωίνης, ζητά 500.000 δολάρια και αμφεταμίνες. Αντί για αυτές, του αποστέλλονται υπνωτικά, τα οποία αναγνωρίζει και εξοργίζεται, διακόπτοντας την επικοινωνία με την Αστυνομία.
Εντωμεταξύ, ο Θεόδωρος Παπαφίλης, διευθυντής Ασφάλειας Αττικής, αναλαμβάνει διαπραγματευτής, ενώ διατηρείται παράλληλα η επικοινωνία με τον τηλεοπτικό σταθμό.
Η απόφαση για επέμβαση
Το βράδυ, ο αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ., Αθανάσιος Βασιλόπουλος, καταφθάνει στην οδό Νιόβης και αναλαμβάνει τη διοίκηση της επιχείρησης. Έπειτα από λανθασμένη εκτίμηση ότι η χειροβομβίδα του Ματέι είναι ψεύτικη – βασισμένη σε κατάθεση της Πηνελόπης Αθανασοπούλου, η οποία ήταν υπό την επήρεια ουσιών – διατάζει επέμβαση.
Ο ΣΚΑΪ διακόπτει προσωρινά τη μετάδοση, κατόπιν εντολής της Αστυνομίας.
Η τραγωδία
Στις 23:00, οι ειδικές δυνάμεις εισβάλουν στο διαμέρισμα. Ο Ματέι, αιφνιδιασμένος, προλαβαίνει να σπρώξει την Αμαλία προς τους αστυνομικούς, τοποθετώντας προηγουμένως χειροβομβίδα στο σορτς της. Η χειροβομβίδα εκρήγνυται.
Η Αμαλία Γκινάκη τραυματίζεται βαριά και μεταφέρεται στον Ερυθρό Σταυρό, όπου υποκύπτει στις 9 Οκτωβρίου. Τραυματίζονται επίσης:
-
Ο Αθανάσιος Βασιλόπουλος (Αντιστράτηγος - Αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ.): ρήξη τυμπάνου
-
Ο Ιωάννης Γεωργακόπουλος (Υποστράτηγος – Υπαρχηγός της ΕΛ.ΑΣ.): σοβαρά τραύματα στο μάτι
-
Ο Βασίλειος Τσιατούρας (Ανώτατος Αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ.): ελαφρά τραυματίας
-
Ο Γιώργος Μαρκόπουλος (Αστυνόμος της Ασφάλειας): ελαφρά τραυματίας
-
Και ο Γιώργος Παλιούρας, οδηγός του αρχηγού, του οποίου ακρωτηριάστηκε το πόδι.
Ο Ματέι τραυματίζεται, συλλαμβάνεται και μεταφέρεται για νοσηλεία.
Το Προφίλ του Σορίν Ματέι – Εγκληματική Ταυτότητα και Ψυχοπαθολογία
Ο Σορίν Ματέι δεν ήταν ένας κοινός παραβάτης του ποινικού κώδικα. Ήταν ένα πρόσωπο-σύνθετο σύμπτωμα ενός ευρύτερου φαινομένου: του διακρατικού εγκληματία με ψυχοπαθολογικά χαρακτηριστικά, ο οποίος δρα στο μεταίχμιο μεταξύ ατομικής βίας και συστημικής αστοχίας. Η πορεία του αποτυπώνει τόσο την προσωπική παρακμή ενός ατόμου όσο και τη θεσμική αδυναμία να εντοπιστεί, να διαγνωστεί και να περιοριστεί η επικινδυνότητά του εγκαίρως.
Κοινωνική και Ποινική Ιστορία
Ο Σορίν Ματέι ήταν Ρουμάνος υπήκοος, χωρίς σταθερή παρουσία ή ταυτότητα στην Ελλάδα. Μετακινείτο χρησιμοποιώντας ψευδή στοιχεία, ενώ είχε επανειλημμένα κατορθώσει να ξεγελάσει τις αρχές και να δραπετεύσει από φυλακές, νοσοκομεία και συνοδευτικές μεταγωγές. Η δράση του εντάσσεται στην κατηγορία του επαναλαμβανόμενου, αποφασισμένου εγκληματία με αυξημένο ρίσκο φυγής και επικινδυνότητα για τη δημόσια ασφάλεια.
Το ποινικό του μητρώο περιλάμβανε:
-
Απόπειρα ανθρωποκτονίας,
-
Ένοπλες ληστείες,
-
Κατοχή και χρήση όπλων και χειροβομβίδων,
-
Αποδράσεις υπό κρατική φρούρηση,
-
Πιθανή εμπλοκή σε κυκλώματα ναρκωτικών.
Ο τρόπος με τον οποίο κατάφερνε να ξεφεύγει επανειλημμένα – ακόμα και υπό αυξημένη επιτήρηση – δείχνει υψηλό βαθμό αντικοινωνικού σχεδιασμού, εγκληματικής ευφυΐας και παθολογικής αδιαφορίας για τον νόμο και την ανθρώπινη ζωή.
Ψυχοπαθολογικά Στοιχεία και Συμπεριφορικά Χαρακτηριστικά
-
Παραληρηματικό λόγο,
-
Έλλειψη ελέγχου παρορμήσεων,
-
Μεταβλητότητα στη συμπεριφορά (από ψυχραιμία σε βία),
-
Ανάγκη επίδειξης εξουσίας και ελέγχου,
-
Μανία μεγαλομανίας και επιβολής μέσω ΜΜΕ,
-
Χρήση ουσιών σε συνθήκες κρίσης (ηρωίνη).
Είναι πιθανόν να έπασχε από διαταραχή προσωπικότητας τύπου αντικοινωνικού/παρανοϊκού φάσματος, με στοιχεία ναρκισσιστικής δομής, αν λάβουμε υπόψη τη συμπεριφορά του απέναντι στους ομήρους και την εμμονική ανάγκη να επικοινωνεί με το κοινό μέσω τηλεόρασης. Η έλλειψη ενσυναίσθησης και η εργαλειοποίηση ανθρώπων ως «ασπίδες» ενισχύουν αυτή την ερμηνεία.
Η ανάγκη δημοσιότητας
Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά σημεία του προφίλ του Ματέι ήταν η εμμονική ανάγκη του να απευθυνθεί στην κοινή γνώμη μέσω της τηλεόρασης. Η τετράωρη τηλεφωνική του συνομιλία με τον Νίκο Ευαγγελάτο στον ΣΚΑΪ δεν ήταν τυχαία. Ο Ματέι ήθελε να «εκφωνήσει» την εξουσία του, να σκηνοθετήσει τον ρόλο του όχι απλώς ως εγκληματία, αλλά ως πρωταγωνιστή σε μια εθνική τραγωδία.
Αυτή η δραματουργική διάσταση του εγκλήματος εντάσσεται στην κατηγορία των λεγόμενων "public crimes", δηλαδή εγκλημάτων υψηλής ορατότητας με ισχυρό κοινωνικό και ψυχολογικό αποτύπωμα. Ο Ματέι δεν επιθυμούσε απλώς να διαφύγει· ήθελε να ελέγχει την αφήγηση του γεγονότος όσο αυτό διαδραματιζόταν.
Εγκληματολογική εκτίμηση του προφίλ
Ο Σορίν Ματέι συνιστά το προφίλ του ψυχοπαθολογικά ένοπλου δραπέτη, με ανθεκτικότητα στην καταστολή, κυνισμό απέναντι στην ανθρώπινη ζωή και βαθιά δυσπιστία προς κάθε θεσμική εξουσία. Η εγκληματική του συμπεριφορά ενσαρκώνει το αρχέτυπο του επικίνδυνου κακοποιού σε αστικό περιβάλλον, με ιδιαίτερο προφίλ καταδίωξης, φυγής, και κρίσης ομηρίας.
Η Εισβολή και η Τραγωδία – Επιχειρησιακές Αποφάσεις και Κατάρρευση Πρωτοκόλλων
Η νύχτα της 23ης Σεπτεμβρίου 1998 δεν σημαδεύτηκε μόνο από την ομηρία σε πολυκατοικία των Κάτω Πατησίων. Σημαδεύτηκε από την κατάρρευση του επιχειρησιακού σχεδιασμού της Ελληνικής Αστυνομίας, την επικράτηση εσφαλμένων εκτιμήσεων και τη λήψη αποφάσεων που, τελικά, κόστισαν τη ζωή μιας αθώας γυναίκας και τραυμάτισαν πολλαπλά το κύρος των θεσμών ασφαλείας.
Μοιραία εκτίμηση: η χειροβομβίδα είναι ψεύτικη
Η πληροφορία αυτή δεν διασταυρώθηκε επαρκώς, δεν υπήρξε ουσιαστική αξιολόγηση του ψυχολογικού προφίλ του δράστη, ούτε έγινε χρήση ειδικού διαπραγματευτή με συνεπή τακτική. Στο εσωτερικό της ΕΛ.ΑΣ. υπήρξαν αντιρρήσεις:
-
Ο διευθυντής Ασφαλείας Αττικής Θεόδωρος Παπαφίλης,
-
και κατά μαρτυρίες, ακόμα και ο υπαρχηγός Θεόδωρος Πλάκας,
είχαν εκφράσει επιφυλάξεις για την εγκυρότητα της εκτίμησης.
Ωστόσο, η τελική απόφαση ανήκε στον Αρχηγό.
Η επιχείρηση εισβολής
Στις 23:00, λίγο μετά την αποχώρηση της μητέρας Σουλτάνας Γκινάκη (ως αντάλλαγμα για φάρμακα που ζητούσε ο δράστης), δίνεται το σήμα για εισβολή. Οι άνδρες της ΕΛ.ΑΣ. σπάνε τα τζάμια της μπαλκονόπορτας του διαμερίσματος στον πρώτο όροφο και εισέρχονται στον χώρο. Η τηλεφωνική σύνδεση του Ματέι με τον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΪ συνεχίζει να μεταδίδεται, με αποτέλεσμα οι τηλεθεατές να ακούσουν ζωντανά την κλιμάκωση.
Οι αστυνομικοί επιχειρούν να αποσπάσουν τον Απόστολο Μακρινό κόβοντας τα κορδόνια με τα οποία ήταν δεμένος στον καρπό με την Αμαλία. Ο Ματέι όμως προλαβαίνει να σπρώξει την Αμαλία προς τους αστυνομικούς, αφού πρώτα της έχει τοποθετήσει τη χειροβομβίδα μέσα στο σορτς.
Η έκρηξη είναι άμεση και καταστροφική.
Τα θύματα της επιχείρησης
Η Αμαλία Γκινάκη τραυματίζεται θανάσιμα. Μεταφέρεται στον Ερυθρό Σταυρό, όπου καταλήγει στις 9 Οκτωβρίου 1998, ύστερα από 16 ημέρες νοσηλείας.
Από τα θραύσματα τραυματίζονται σοβαρά ή ελαφρά πολλοί παρόντες, ανάμεσά τους κορυφαία στελέχη της ΕΛ.ΑΣ.:
-
Αθανάσιος Βασιλόπουλος, αρχηγός ΕΛ.ΑΣ. (ρήξη τυμπάνου, τραύματα στο πρόσωπο)
-
Ιωάννης Γεωργακόπουλος, υπαρχηγός (σοβαρός τραυματισμός στο μάτι)
-
Βασίλειος Τσιατούρας, προϊστάμενος επιτόπιας αστυνομικής μονάδας
-
Γιώργος Μαρκόπουλος, αστυνόμος Ασφαλείας
-
Γιώργος Παλιούρας, οδηγός του αρχηγού, με ακρωτηριασμό ποδιού
Ο Σορίν Ματέι τραυματίζεται και συλλαμβάνεται επί τόπου. Η επιχείρηση είχε ολοκληρωθεί – αλλά όχι με τον τρόπο που είχε σχεδιαστεί.
Εγκληματολογική αποτίμηση
Από επιχειρησιακής σκοπιάς, η επέμβαση καταγράφεται ως αποτυχημένη και επικίνδυνα πρόχειρη. Παραβιάστηκαν βασικά πρωτόκολλα διαχείρισης κρίσεων, δεν ακολουθήθηκε διαδικασία ψυχολογικής διαπραγμάτευσης, αγνοήθηκαν αντίθετες γνώμες ανωτάτων και η πληροφορία-κλειδί που στήριξε την εντολή επέμβασης ήταν ατεκμηρίωτη.
Η συνδυαστική παρουσία τηλεοπτικής μετάδοσης, πολιτικής πίεσης, χρόνιας ασυνεννοησίας μεταξύ κλιμακίων, και η έλλειψη νηφάλιας εκτίμησης κινδύνου, οδήγησαν τελικά στη θυσία μιας αθώας ζωής και στη μακροπρόθεσμη κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στην ΕΛ.ΑΣ.
Οι Συνθήκες Θανάτου του Σορίν Ματέι – Νοσηλεία, Καταστολή και Ιατροδικαστικές Απορίες
Μεταφορά, νοσηλεία και καταστολή
Μετά την έκρηξη, ο Σορίν Ματέι μεταφέρεται βαριά τραυματισμένος στον Ερυθρό Σταυρό, και κατόπιν στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Νίκαιας. Παρά τα τραύματά του, οι γιατροί κρίνουν ότι η κατάσταση της υγείας του δεν είναι κρίσιμη, και αποφασίζουν τη μεταφορά του στο νοσοκομείο των φυλακών Κορυδαλλού.
Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του, αναφέρεται ότι του χορηγούνται υψηλές δόσεις υπνωτικών και κατασταλτικών φαρμάκων. Ο ιατρός υπηρεσίας Ιωάννης Κούτρας θα περιγράψει αργότερα τις δόσεις αυτές ως «δόσεις για ελέφαντα», αν και οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι υποστήριξαν ότι ο Ματέι βρισκόταν σε επαφή με το περιβάλλον.
Θάνατος εντός κελιού
Στις 26 Σεπτεμβρίου 1998, τρεις ημέρες μετά την ομηρία, ο Σορίν Ματέι βρίσκεται νεκρός στο κελί του. Ο θάνατος διαπιστώνεται στις 22:55 από τον γιατρό υπηρεσίας παρουσία εισαγγελέα. Η αιτία θανάτου δεν γίνεται άμεσα σαφής, γεγονός που εντείνει την καχυποψία.
Ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Ευάγγελος Γιαννόπουλος διατάσσει Ένορκη Διοικητική Εξέταση, ενώ ο ιατροδικαστής Μάριος Ματσάκης, ο οποίος ορίστηκε από την οικογένεια, δηλώνει πως ο θάνατος προκλήθηκε από εισρόφηση γαστρικού υγρού σε συνδυασμό με παρατεταμένη φαρμακευτική καταστολή. Κατηγορεί ευθέως τους γιατρούς του Κρατικού Νίκαιας ότι επέτρεψαν την πρόωρη μεταφορά του και δεν διατήρησαν τον κρατούμενο σε ελεγχόμενο περιβάλλον.
Αμφιβολίες και ηθικά ερωτήματα
Το ερώτημα που παραμένει: πέθανε από φυσικά αίτια; Ή μήπως η φαρμακολογική του κατάρρευση ήταν αποτέλεσμα κακού χειρισμού ή αμέλειας; Ορισμένοι μίλησαν ακόμα και για «σιωπηλή εξουδετέρωση», προκειμένου να μη δοθεί δημόσιο βήμα σε έναν δράστη που ήδη είχε εκμεταλλευτεί τη δημοσιότητα.
Η αλήθεια δεν αποδείχθηκε ποτέ πλήρως· δεν καταλογίστηκαν ποινικές ευθύνες. Ωστόσο, το ερώτημα του αν η Δημοκρατία σέβεται τα δικαιώματα και των πιο ακραίων εγκληματιών, παρέμεινε στο δημόσιο διάλογο για χρόνια μετά.
Η μεταθανάτια απομυθοποίηση
Ο θάνατος του Ματέι δεν ηρωοποιήθηκε – τουναντίον. Οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι και η κοινωνία καταδίκασαν κάθε προσπάθεια εξιδανίκευσης του προσώπου του, με τον τότε αρχηγό της ΝΔ Κώστα Καραμανλή να κάνει λόγο για «αποτροπιασμό απέναντι σε κάθε προσπάθεια ηρωοποίησης ενός αδίστακτου εγκληματία».
Όμως το ερώτημα παρέμεινε: Μπορεί ένα κράτος να κακομεταχειριστεί έναν κρατούμενο που του έχει στερήσει την ανθρώπινη υπόσταση; Η υπόθεση Ματέι, και στον θάνατό της, παρέμεινε μια ηθική δοκιμασία για τον θεσμικό ανθρωπισμό.
Αντιδράσεις, Πολιτικό Κόστος και Δικαστικές Εξελίξεις
Η υπόθεση του Σορίν Ματέι δεν έκλεισε με την τραγωδία της έκρηξης, ούτε με τον θάνατο του ίδιου. Αντίθετα, αποτέλεσε σεισμικό γεγονός για την ελληνική δημόσια διοίκηση, το πολιτικό σύστημα και τη Δικαιοσύνη. Οι επιπτώσεις της απλώθηκαν σε επίπεδο θεσμικό, κοινωνικό, πειθαρχικό και δικαστικό, δημιουργώντας ένα πολύπλοκο πεδίο λογοδοσίας και ευθυνών.
Πολιτικές και Θεσμικές Αντιδράσεις
Η τραγωδία συγκλόνισε την κοινή γνώμη και προκάλεσε έντονη πολιτική κινητικότητα.
Ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης εξέφρασε τη θλίψη του με τηλεγράφημα προς τη μητέρα της Αμαλίας Γκινάκη, ενώ ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κώστας Καραμανλής καταδίκασε δημόσια κάθε προσπάθεια «ηρωοποίησης του αδίστακτου κακοποιού».
Η αποτυχία της επιχείρησης χαρακτηρίστηκε από τα ΜΜΕ και την κοινωνία ως βαθύ πλήγμα στο κύρος της Ελληνικής Αστυνομίας, εγείροντας ερωτήματα για τον τρόπο λήψης κρίσιμων αποφάσεων, τη διαχείριση πληροφοριών και την επιχειρησιακή οργάνωση.
Πειθαρχική και υπηρεσιακή αντιμετώπιση
Ο Αντιστράτηγος Αθανάσιος Βασιλόπουλος, Αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ., παραιτήθηκε αμέσως μετά τα γεγονότα, αναλαμβάνοντας δημόσια την ευθύνη και κάνοντας λόγο για λανθασμένη εκτίμηση και ελλιπή πληροφόρηση από υφισταμένους του. Τέθηκε σε διαθεσιμότητα για έναν χρόνο, με την κατηγορία της ακούσιας ανθρωποκτονίας από αμέλεια.
Δικαστική πορεία της υπόθεσης
Η εισαγγελέας Μαρία Μαλούχου εισηγήθηκε την άσκηση ποινικής δίωξης κατά όλων των εμπλεκομένων ανώτατων αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ. για:
-
Ανθρωποκτονία από αμέλεια,
-
Σωματικές βλάβες από αμέλεια παρ’ υποχρέου,
και σε βαθμό κατά συρροή.
Ανάμεσα στους διωκόμενους ήταν:
-
Αθανάσιος Βασιλόπουλος (πρώην αρχηγός ΕΛ.ΑΣ.),
-
Ιωάννης Γεωργακόπουλος (νυν αρχηγός ΕΛ.ΑΣ. την εποχή της δίωξης).
Το Τριμελές Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών το 2000 αποφάσισε την απαλλαγή όλων των αξιωματικών. Ωστόσο, η οικογένεια Γκινάκη άσκησε έφεση, ενώ ο Εισαγγελέας Εφετών Καφίρης εισηγήθηκε την παραπομπή μόνο του Βασιλόπουλου, κρίνοντας ότι έκανε διπλό σφάλμα:
- Θεώρησε εσφαλμένα τη χειροβομβίδα ψεύτικη.
- Ενέκρινε την αιφνιδιαστική εισβολή.
Το Συμβούλιο Εφετών τον παρέπεμψε τελικά σε δίκη. Στην πρώτη εκδίκαση, καταδικάστηκε σε 12 μήνες φυλάκιση με αναστολή, αλλά άσκησε έφεση. Στη δεύτερη δίκη, ο εισαγγελέας Ελευθέριος Πατσής πρότεινε την αθώωσή του, η οποία επικυρώθηκε από το Πενταμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών στις 22 Απριλίου 2005.
Ο ρόλος του Εισαγγελέα
Ο προϊστάμενος Εισαγγελίας Ιωάννης Σακκάς είχε διατάξει εξαρχής «να μην πυροβολήσει κανείς». Παρότι εξέφραζε επιφυλάξεις για την επιχείρηση, δέχτηκε τη διαβεβαίωση ότι η επιχείρηση είχε την πολιτική έγκριση (Υπουργείο Δημόσιας Τάξης και Πρωθυπουργός).
Το πόρισμα του Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Ζαβολέα έκρινε πως ο Σακκάς δεν έλαβε ξεκάθαρη θέση για το αν θα επιτρεπόταν χρήση όπλων και περιορίστηκε να ζητά μόνο τη «διαφύλαξη της ζωής των ομήρων».
Η πιθανότητα ευθύνης του εξαιρέθηκε.
Αστικές διεκδικήσεις
Η οικογένεια της Αμαλίας Γκινάκη κατέθεσε αγωγή αποζημίωσης 700 εκατομμυρίων δραχμών κατά του Δημοσίου.
Ο Γιώργος Παλιούρας, οδηγός του αρχηγού που ακρωτηριάστηκε, κατέθεσε επίσης αγωγή για ηθική βλάβη και ανικανότητα προς εργασία. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών έκρινε πως το Δημόσιο παρέλειψε να λάβει επαρκή μέτρα ασφαλείας και του επιδίκασε 300.000 ευρώ.
Κυρώσεις στα ΜΜΕ
Ο τηλεοπτικός σταθμός ΣΚΑΪ δέχτηκε σφοδρή κριτική για την απευθείας μετάδοση της επικοινωνίας με τον δράστη, που λειτούργησε ως δημόσιο μικρόφωνο εγκληματία σε κατάσταση κρίσης. Το ΕΣΡ (Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης) επέβαλε πρόστιμο 50 εκατομμυρίων δραχμών.
Τα Καίρια Λάθη στη Διαπραγμάτευση – Όταν οι Κανόνες Έμειναν στο Περιθώριο
Η υπόθεση Σορίν Ματέι αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα κακοδιαχείρισης κρίσης ομηρίας. Την εποχή εκείνη δεν είχε ακόμη ιδρυθεί το Σώμα Ελλήνων Διαπραγματευτών της ΕΛ.ΑΣ., γεγονός που οδήγησε σε παρεμβάσεις άπειρων στελεχών και παράτυπες πρακτικές, με τραγικά αποτελέσματα. Παρακάτω παρατίθενται τα σημαντικότερα σφάλματα που σημειώθηκαν:
1. Ανύπαρκτη Διαχείριση από Ειδικευμένο Διαπραγματευτή
Η διαπραγμάτευση δεν διεξήχθη από εκπαιδευμένο διαπραγματευτή κρίσεων, αλλά από ανώτατα στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. και – εν μέρει – από δημοσιογράφο σε ζωντανή μετάδοση, παραβιάζοντας κάθε κανόνα διαχείρισης υψηλού κινδύνου.
2. Ο Ρόλος του Δημοσιογράφου ως Διαπραγματευτή
Η άμεση επικοινωνία του δράστη με τον δημοσιογράφο Νίκο Ευαγγελάτο μέσω του δελτίου ειδήσεων του ΣΚΑΪ, όσο και αν έγινε με ψυχραιμία, αποτελεί πρωτοφανές δεοντολογικό λάθος.
Η διαπραγμάτευση δεν επιτρέπεται ποτέ να διεξάγεται από μη κρατικό πρόσωπο, και ιδίως όχι σε δημόσιο βήμα που παρέχει «φωνή» στον δράστη.
3. Παραχώρηση Ναρκωτικών ή άλλων Ουσιών που επηρρεάζουν τη λογική σκέψη
Κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης, ο Σορίν Ματέι εφοδιάστηκε με Hipnosedon, έπειτα από απαίτησή του. Η απόφαση αυτή αντίκειται σε κάθε αρχή διαχείρισης κρίσης· δεν χορηγούνται ποτέ ουσίες που ενδέχεται να ενισχύσουν την παρορμητικότητα, τη βίαιη συμπεριφορά ή την απώλεια ελέγχου. Από την αρχή εκείνος που διαπραγματευόταν έπρεπε να περιορίσει αυτήν την προσδοκία. Η παροχή τέτοιων ουσιών είναι αδιαπραγμάτευτη.
4. Παραπλανητικά Ψέματα
Η αστυνομία προσπάθησε να κάνει χρήση της τακτικής εξαπάτησης, τακτική ωστόσο που δεν πρέπει να συμπεριλαμβάνει το διαπραγματευτή πραρά μόνο όταν όλα είναι πλήρως συντονισμένα και ασφαλή. Στην προκειμένη πεερίπτωση ο καθένας μπορούσε να διαπραγματευτεί μετατρέποντας το περιστατικό σε riality show. Παρόλο που η τακτική της εξαπάτησης εφαρμόζεται περιστασιακά, η γενική αρχή είναι ότι η αξιοπιστία του διαπραγματευτή πρέπει να παραμένει ακέραια. Το ψέμα κινδυνεύει να καταρρεύσει και να οδηγήσει σε εκρήξεις βίας.
5. Σύγχυση Ρόλων: Διοίκηση vs. Διαπραγμάτευση
Ένα από τα βασικότερα λάθη ήταν η σύγχυση ρόλων: οι ίδιοι ανώτατοι αξιωματικοί που διέτασσαν την επιχείρηση, συμμετείχαν και στη διαπραγμάτευση.
Σύμφωνα με τις διεθνείς αρχές, ο διαπραγματευτής δεν διοικεί και ο διοικητής δεν διαπραγματεύεται, ώστε να διασφαλίζεται σαφής επικοινωνία και απουσία στρατηγικών συγκρούσεων.
6. Έλλειψη Οριοθέτησης και Ελέγχου της Σκηνής
Ο χώρος της ομηρίας δεν είχε απομονωθεί πλήρως από εξωτερικά ερεθίσματα. Η ύπαρξη καμερών, δημοσιογράφων και ελεύθερη ροή πληροφορίας επέτεινε την αστάθεια του δράστη, δημιουργώντας «σκηνικό θεάτρου» που τον ενθάρρυνε σε ρόλο προβολής.
Πέραν των ανωτέρω υπήρξαν ακόμη πολλά λάθη. Για την ακρίβεια μπορούμε να συνοψίσουμε λέγοντας ότι ολόκληρη η διαδικασία της διαπραγμάτευσης ήταν ένα λάθος. Τι θα έπρεπε να έχει γίνει: πρώτα περιορίζεται χωροταξικά και επικοινωνιακά το περιστατικό, έπειτα απομονώνεται το υποκείμενο (στην συγκεκριμένη περίπτωση ο Σορίν Ματέι) και αφού συντρέξουν τα προρρηθέντα, τότε και μόνο τότε ξεκινάει η διαπραγμάτευση.
Η Γέννηση του Σώματος Διαπραγματευτών: Μαθήματα από τη Νιόβης
Η υπόθεση Σορίν Ματέι δεν αποτέλεσε μόνο μια θεσμική αποτυχία· αποτέλεσε επίσης μια καμπή, ένα οριακό σημείο που ανέδειξε την αδήριτη ανάγκη δημιουργίας εξειδικευμένου μηχανισμού διαχείρισης κρίσεων, και συγκεκριμένα, του Σώματος Ελλήνων Διαπραγματευτών της ΕΛ.ΑΣ..
Μέχρι το 1998, η Ελληνική Αστυνομία δεν διέθετε εκπαιδευμένους επαγγελματίες διαπραγματευτές για καταστάσεις υψηλού ρίσκου (όπως ομηρίες, απειλές αυτοκτονίας ή τρομοκρατικά επεισόδια). Η υπόθεση Ματέι ανέδειξε, με τον πιο τραγικό τρόπο, ότι η απουσία εξειδικευμένης διαχείρισης συμπεριφορών υψηλής επικινδυνότητας μπορεί να επιφέρει ολέθριες συνέπειες.
Τα καθήκοντα των Διαπραγματευτών της ΕΛ.ΑΣ.
Μετά την υπόθεση, η ΕΛ.ΑΣ. προχώρησε στη σύσταση ειδικού σώματος αστυνομικών διαπραγματευτών, οι οποίοι:
-
Επιχειρούν σε καταστάσεις κρίσης, όπως ομηρίες, αυτοκτονικές απειλές, τρομοκρατικές ενέργειες ή ένοπλες καταστάσεις.
-
Εκπαιδεύονται με βάση διεθνή πρότυπα (κυρίως FBI & Europol) για ψυχολογική προσέγγιση υπό πίεση.
-
Λειτουργούν ως ενδιάμεσοι μεταξύ δράστη και επιχειρησιακού κέντρου, επιδιώκοντας την αποκλιμάκωση.
-
Αναλύουν το ψυχολογικό προφίλ του δράστη, συλλέγουν πληροφορίες, αξιολογούν την επικινδυνότητα και συμβουλεύουν τον επικεφαλής της επιχείρησης.
-
Αποφεύγουν τη χρήση βίας εκτός εάν έχουν εξαντληθεί όλα τα διαπραγματευτικά μέσα.
-
Συνεργάζονται με ψυχολόγους, γιατρούς και διαμεσολαβητές (σε περιπτώσεις ανάγκης).
Τι δεν έγινε σωστά στην υπόθεση Ματέι
Στην υπόθεση της Νιόβης, ουδέποτε λειτούργησε δομημένος διαπραγματευτικός μηχανισμός. Τα βασικά λάθη που καταγράφηκαν:
-
Δεν υπήρξε σταθερός, εκπαιδευμένος διαπραγματευτής με ψυχολογική προσέγγιση.
-
Οι επαφές του δράστη με τα ΜΜΕ υποκατέστησαν επικίνδυνα τον ρόλο της Αστυνομίας. Ο παρουσιαστής του ΣΚΑΪ, Νίκος Ευαγγελάτος, βρέθηκε να λειτουργεί ως ανεπίσημος διαμεσολαβητής επί τέσσερις ώρες.
-
Ο Θεόδωρος Παπαφίλης και αργότερα άλλοι ανώτατοι αξιωματικοί προσπάθησαν να επικοινωνήσουν μαζί του, αλλά χωρίς στρατηγική συνέπεια ή κοινό σχέδιο.
-
Δεν υπήρξε κατάλληλη διαχείριση της ψυχοπαθολογικής κατάστασης του δράστη: αγνοήθηκε το γεγονός ότι βρισκόταν υπό χρήση ηρωίνης και παρουσίαζε παραληρηματικό λόγο.
-
Οι αποστολές φαρμάκων χωρίς έλεγχο, η λανθασμένη αποστολή υπνωτικών, και η ρήξη στην εμπιστοσύνη του δράστη προς την Αστυνομία, οδήγησαν στη διακοπή των διαπραγματεύσεων και την αποσταθεροποίησή του.
Ένα σύστημα γεννιέται από τις στάχτες του
Η τραγική αποτυχία της υπόθεσης Ματέι αποτέλεσε το εφαλτήριο για την οργάνωση διαπραγματευτικών ομάδων εντός της ΕΛ.ΑΣ. Σήμερα, οι διαπραγματευτές ασκούν καθοριστικό ρόλο σε κρίσιμες επιχειρήσεις, και η παρουσία τους θεωρείται αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση πριν από κάθε δυναμική επέμβαση.
Η Νιόβης αποτέλεσε το τέλος μιας εποχής όπου οι επιχειρήσεις διεξάγονταν με βάση το ένστικτο. Από τις στάχτες της, γεννήθηκε μια νέα προσέγγιση στη διαχείριση κρίσεων με όρους επαγγελματισμού, ψυχραιμίας και σεβασμού στην ανθρώπινη ζωή.
Συμπεράσματα – Το Τραύμα μιας Κοινωνίας
Η υπόθεση Σορίν Ματέι δεν είναι απλώς ένα κεφάλαιο βίας στο ποινικό μητρώο της ελληνικής ιστορίας. Είναι μια συλλογική πληγή. Μια τομή που αποκάλυψε γυμνά τα όρια των κρατικών μηχανισμών, την απουσία κρίσιμων υποδομών και την ευαλωτότητα μιας κοινωνίας απέναντι στη θεαματικοποίηση του εγκλήματος.
Η ιστορία του Ματέι αποτελεί σύνθεση πολλαπλών αποτυχιών:
-
αποτυχία επιχειρησιακή,
-
αποτυχία διαπραγματευτική,
-
αποτυχία θεσμική,
-
αποτυχία επικοινωνιακή,
-
και – κυρίως – αποτυχία προστασίας της ανθρώπινης ζωής.
Μια ομηρία που κατέρριψε ψευδαισθήσεις
Η απευθείας μετάδοση της διαπραγμάτευσης από την τηλεόραση δεν ήταν απλώς λάθος· ήταν σύμπτωμα μιας κοινωνίας που διψούσε για δράμα και εικόνα, ακόμα και όταν η ζωή κρεμόταν από μια χειροβομβίδα. Η απουσία εκπαιδευμένων διαπραγματευτών, η απροθυμία αξιολόγησης της ψυχικής κατάστασης του δράστη, και η αδύναμη γραμμή διοίκησης αποκάλυψαν ότι σε περιπτώσεις κρίσης, η τυπική ιεραρχία δεν αρκεί.
Μια κοπέλα, ένα λάθος, ένα σύστημα
Ο θάνατος της 25χρονης Αμαλίας Γκινάκη ήταν αποτέλεσμα μιας μοιραίας αλληλουχίας παραλείψεων και εκτιμήσεων. Δεν ήταν απλώς "παράπλευρη απώλεια", όπως πολλοί προσπάθησαν να την παρουσιάσουν· ήταν θύμα ενός εγκλήματος αλλά και ενός κράτους που δεν είχε προετοιμαστεί να προστατεύσει τη ζωή της.
Η Αμαλία έγινε το πρόσωπο της απώλειας: νέος άνθρωπος, εντός του σπιτιού της, που βρέθηκε άθελά της στο επίκεντρο μιας κατάρρευσης – επιχειρησιακής και ηθικής.
Το θεσμικό αποτύπωμα
Η ίδρυση του Σώματος Διαπραγματευτών της ΕΛ.ΑΣ., η ενίσχυση των ειδικών επιχειρησιακών μονάδων, και η θεσμική συζήτηση για την ευθύνη των ΜΜΕ υπήρξαν απότοκα αυτής της υπόθεσης. Από τις στάχτες της Νιόβης, το ελληνικό κράτος αναγκάστηκε να επανεξετάσει κρίσιμες παραμέτρους του δόγματος «ασφάλεια – διαχείριση – επικοινωνία».
Το συλλογικό τραύμα παραμένει
Η υπόθεση Ματέι δεν έκλεισε ποτέ εντελώς. Το όνομά του έγινε συνώνυμο με την κρίση εμπιστοσύνης απέναντι στους θεσμούς, με το τι μπορεί να πάει στραβά όταν η κοινωνία είναι απροετοίμαστη, και με το πώς τα media μπορεί να λειτουργήσουν όχι ως φως, αλλά ως κάτοπτρο καταστροφής.
Η Νιόβης 4 δεν ήταν απλώς μια διεύθυνση. Ήταν το σκηνικό μιας μεταπολιτικής τραγωδίας, όπου ένας άνθρωπος με ιστορικό βίας και διαταραχής βρέθηκε μόνος του απέναντι σε ένα ολόκληρο σύστημα – και το έσυρε μαζί του στην κατάρρευση.
Κριτική στη Στάση του Δημοσιογράφου
1. Παρέμβαση χωρίς θεσμική ιδιότητα
Ο Δημοσιογράφος του Σκάι ανέλαβε – άτυπα – ρόλο διαπραγματευτή, συνομιλώντας επί 4 ώρες με έναν βαριά οπλισμένο και ψυχολογικά ασταθή κακοποιό. Αυτή η εμπλοκή έγινε χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με τις αρχές και εκτός κάθε πλαισίου αρμοδιότητας. Το γεγονός ότι ένας δημοσιογράφος «γεφύρωσε» την επαφή με τον εγκληματία, απουσία των εκπαιδευμένων διαπραγματευτών που σήμερα διαθέτει η ΕΛ.ΑΣ., συνιστά επικίνδυνη παραβίαση των αρχών διαχείρισης κρίσεων.
2. Νομιμοποίηση της φωνής του δράστη στα ΜΜΕ
Με τη συνεχή μετάδοση των δηλώσεών του, δόθηκε δημόσιο βήμα στον Ματέι, την ώρα που βρισκόταν σε παράνομη και βίαιη δράση. Η τηλεόραση έγινε εργαλείο μεγαλομανίας για έναν άνθρωπο σε παραλήρημα, ενισχύοντας την ψευδαίσθηση εξουσίας και κοινού ελέγχου που τόσο επιζητούσε.
3. Επικίνδυνη ενίσχυση του δράστη
Η επικοινωνία με έναν ανασφαλή, ναρκομανή και ένοπλο κρατούμενο μέσω πανελλαδικής μετάδοσης του παρείχε σταθερότητα, σημασία και ικανοποίηση, αντί να αποσκοπεί στην αποφόρτιση ή την απομόνωση. Το τηλεοπτικό βήμα μπορεί να ενθάρρυνε ακόμα περισσότερο τη συνέχιση της ομηρίας και να καθυστέρησε τη λύση.
4. Παραβίαση της δημοσιογραφικής δεοντολογίας
Η ΕΣΗΕΑ δεν είχε προβλέψει τέτοια περίσταση στο πλαίσιο δεοντολογίας, αλλά η υπόθεση ανέδειξε ένα επικίνδυνο κενό: πότε η είδηση γίνεται παρέμβαση; Ο δημοσιογράφος δεν πρέπει να είναι ούτε διαπραγματευτής, ούτε ενδιάμεσος μεταξύ κράτους και εγκληματία. Η ουδετερότητα και η μη εμπλοκή είναι θεμελιώδεις.
Ο Νίκος Ευαγγελάτος και η πιο δύσκολη δημοσιογραφική απόφαση της καριέρας του
Η υπόθεση Σορίν Ματέι δεν δοκίμασε μόνο τις αντοχές των κρατικών μηχανισμών· έθεσε σε δοκιμασία και τα όρια της δημοσιογραφίας. Ο Νίκος Ευαγγελάτος, τότε παρουσιαστής του τηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΪ, βρέθηκε στο επίκεντρο αυτής της κρίσης, κρατώντας στα χέρια του μια άτυπη διαπραγμάτευση με έναν απρόβλεπτο και επικίνδυνο δράστη.
Πού έδρασε με υπευθυνότητα:
-
Μετέτρεψε την κάμερα σε γέφυρα επικοινωνίας, όχι σε εργαλείο προβολής.
Παρά τη ζωντανή μετάδοση, φρόντισε να κρατά χαμηλούς τόνους, να καθησυχάζει τον δράστη και να προσπαθεί να κερδίσει χρόνο, χωρίς εντάσεις ή πρόκληση. -
Δεν εκμεταλλεύτηκε τη στιγμή για προσωπική προβολή.
Αντί να δώσει «σόου», επέλεξε ψυχραιμία και σοβαρότητα, χειριζόμενος μια άνευ προηγουμένου συνθήκη με νηφαλιότητα. -
Έδωσε στους θεσμούς χρόνο να οργανωθούν – έστω και ανεπαρκώς.
Η τηλεφωνική επικοινωνία, όσο ακραία κι αν ήταν, καθυστέρησε πιθανή έκρηξη, με τον Ματέι να επικεντρώνεται στον διάλογο αντί σε νέα βία.
Τι πρέπει να κρατήσουμε με επιφύλαξη
-
Η απουσία θεσμικού πλαισίου ανάγκασε τον δημοσιογράφο να ενεργήσει εκτός ρόλου, κάτι που δεν πρέπει να θεσμοθετηθεί ως λύση σε κρίσεις.
-
Η δημόσια αναμετάδοση των δηλώσεων ενός δράστη, όσο ψύχραιμα κι αν έγινε, νομιμοποιεί δυνητικά την πρακτική της δημόσιας ομηρίας μέσω media.
Συμπέρασμα
Ο Νίκος Ευαγγελάτος βρέθηκε σε μια ιδιαίτερα λεπτή θέση, όπου ο ρόλος του δημοσιογράφου επικάλυψε – εκ των πραγμάτων – τον ρόλο του διαπραγματευτή. Ανταποκρίθηκε με αυτοσυγκράτηση και ανθρωπιά, αποφεύγοντας τη θεατρικότητα και εστιάζοντας στον στόχο: την αποφυγή αιματοχυσίας.
Η στάση του δεν ήταν τέλεια – δεν μπορούσε να είναι. Ήταν όμως ανθρώπινη, προσγειωμένη και ίσως, μέσα σε ένα κενό ευθύνης, η πιο ψύχραιμη φωνή που ακούστηκε εκείνο το βράδυ.
Εἰς Μνήμην
Σε μια εποχή που η είδηση ξεχνιέται πιο γρήγορα απ’ ό,τι γράφεται, υπάρχουν ονόματα που δεν πρέπει να σβηστούν. Η Αμαλία Γκινάκη, νέα, γεμάτη ζωή, όνειρα και αξιοπρέπεια, βρέθηκε στο επίκεντρο ενός εφιάλτη που δεν προκάλεσε. Έπεσε θύμα όχι μόνο της φρίκης ενός αδίστακτου εγκληματία, αλλά και της αποτυχίας ενός ολόκληρου συστήματος που όφειλε να την προστατεύσει.
Η μνήμη της δεν είναι αριθμός στατιστικής. Είναι κραυγή. Είναι υπόμνηση. Είναι όρκος πως κανένας όμηρος δεν θα γίνει ξανά θυσία σε λάθη, φόβους ή αμέλειες.
Αλλά και οι επιζώντες –η μητέρα της, ο αδελφός της, ο αρραβωνιαστικός της– φέρουν το τραύμα όχι μόνο της απώλειας, αλλά και της μνήμης. Είναι οι σιωπηλοί μάρτυρες μιας νύχτας που διέλυσε ζωές, άλλαξε θεσμούς και ανέδειξε με οδυνηρό τρόπο τα όρια της ανθρώπινης ευθύνης.
Σε αυτούς, στους ανθρώπους που έζησαν για πάντα τη 23η Σεπτεμβρίου 1998, οφείλουμε σεβασμό.
Για να μη χαθεί ξανά κανένας, στη σιωπή ενός διαμερίσματος… πίσω από μια κάμερα… μέσα σε μια λάθος απόφαση.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου