Γυναικοκτονία στους Αγίους Αναργύρους: Όταν η κραυγή για βοήθεια δεν ακούστηκε

Εισαγωγή


Η γυναικοκτονία της 28χρονης Κυριακής Γρίβα, η οποία έλαβε χώρα την 1η Απριλίου 2024 έξω από το Αστυνομικό Τμήμα Αγίων Αναργύρων, αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά και σοκαριστικά παραδείγματα εγκλημάτων έμφυλης βίας που καταγράφονται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Πρόκειται για μια υπόθεση όπου η θανατηφόρα βία δεν εκδηλώθηκε αιφνίδια ή μεμονωμένα, αλλά αποτέλεσε την κορύφωση μιας χρονίζουσας σχέσης κακοποίησης, απειλών και παρενοχλήσεων, εν μέσω επανειλημμένων καταγγελιών, δικαστικών ενεργειών και θεσμικών παραλείψεων.

Η έννοια της γυναικοκτονίας (femicide) υπερβαίνει τον νομικό ορισμό της ανθρωποκτονίας. Συνιστά ένα έγκλημα με έμφυλο κίνητρο, κατά το οποίο μια γυναίκα δολοφονείται επειδή είναι γυναίκα, είτε στο πλαίσιο συντροφικής σχέσης είτε εξαιτίας πατριαρχικών στερεοτύπων και κοινωνικών ανισοτήτων. Η εγκληματολογική προσέγγιση του φαινομένου δίνει έμφαση στη συστημική βία, στην αποτυχία των θεσμών να παρέχουν επαρκή προστασία και στην επανάληψη μοτίβων ατιμωρησίας που καταλήγουν σε δολοφονίες.

Στην υπόθεση των Αγίων Αναργύρων, το έγκλημα διαπράχθηκε λίγα μέτρα μακριά από έναν θεσμικό φορέα προστασίας — το αστυνομικό τμήμα. Το γεγονός αυτό προσδίδει στην υπόθεση μια επιπλέον διάσταση, καθώς εγείρει ερωτήματα σχετικά με την ετοιμότητα της Αστυνομίας να ανταποκριθεί σε κρίσιμες καταστάσεις ενδοοικογενειακής και έμφυλης βίας, αλλά και για την ευρύτερη θεσμική αδράνεια που συχνά πλαισιώνει τις φωνές των θυμάτων.

Η συγκεκριμένη γυναικοκτονία δεν είναι απλώς μία ακόμη στατιστική. Αντίθετα, αποκαλύπτει με τραγικό τρόπο τη διάρρηξη του κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ των πολιτών και του κράτους δικαίου, όταν αυτό αδυνατεί να προστατεύσει όσους απευθύνονται στους θεσμούς με αίτημα ασφάλειας. Είναι επίσης ενδεικτική της έλλειψης επαρκούς πρόληψης και διαχείρισης κινδύνου, παρά τις προειδοποιήσεις του ίδιου του θύματος, που είχε ζητήσει βοήθεια και είχε λάβει ασφαλιστικά μέτρα εναντίον του δράστη.

Η ανάλυση που ακολουθεί αποσκοπεί στην αποκωδικοποίηση των γεγονότων, την ερμηνεία των κινήτρων του δράστη, τη σύνδεση της υπόθεσης με ευρύτερα εγκληματολογικά και κοινωνικά φαινόμενα, και την ανάδειξη των ευθυνών εκείνων που με πράξεις ή παραλείψεις συντέλεσαν στη μη αποτροπή μιας προαναγγελθείσας δολοφονίας.

Χρονολόγιο γεγονότων & Εγκληματολογική Αποδόμηση

Χρονική Αλληλουχία των Γεγονότων:

  • 1η Απριλίου 2024: Η Κυριακή, αντιλαμβανόμενη ότι την ακολουθεί, καλεί το 100 και προσέρχεται στο Αστυνομικό Τμήμα Αγίων Αναργύρων, αναζητώντας προστασία.

  • Κατά την έξοδό της από το Α.Τ.: Φέρεται να δέχεται πολλαπλά πλήγματα με μαχαίρι από τον δράστη, ενώ μιλούσε ακόμη στο τηλέφωνο με την Άμεση Δράση. Ο δράστης συλλαμβάνεται επί τόπου.

  • Μεταγενέστερα: Διετάχθη εισαγγελική έρευνα για τη διερεύνηση τυχόν παραλείψεων των αρμόδιων αστυνομικών, καθώς και πειθαρχικός έλεγχος. Δεν έχει προκύψει –μέχρι στιγμής– τιμωρητική απόφαση εις βάρος τους.

Εφαρμογή Εγκληματολογικών Θεωριών

Θεωρία «Καθημερινής Δραστηριότητας» (Routine Activity Theory – Cohen & Felson, 1979)

Η θεωρία αυτή υποστηρίζει ότι ένα έγκλημα λαμβάνει χώρα όταν συνυπάρχουν τρεις παράγοντες:

1. Κατάλληλος στόχος (θύμα),

2. Ικανός δράστης (με πρόθεση και πρόσβαση),

3. Απουσία ικανού φύλακα.

Στην υπόθεση αυτή, παρότι το θύμα βρισκόταν σε άμεση εγγύτητα με θεσμικό μηχανισμό προστασίας, η δολοφονία δεν αποτράπηκε. Η εγκληματολογική ανάγνωση του περιστατικού επισημαίνει τη σημασία της δυναμικής φύσης της φύλαξης: δεν αρκεί η φυσική παρουσία, αλλά απαιτείται και λειτουργική ενεργοποίηση της προστασίας, κάτι που ερευνάται εν προκειμένω.

Φεμινιστική Εγκληματολογία (Radical Feminism – Chesney-Lind, Smart)

Η δολοφονία εντάσσεται στον ευρύτερο φαινόμενο της γυναικοκτονίας ως έμφυλης βίας, όπου το θύμα εξοντώνεται επειδή υπερβαίνει το πλαίσιο εξουσίας του δράστη. Ο δράστης φέρεται να επιχείρησε να «τιμωρήσει» τη γυναίκα για την απόρριψη, την ανεξαρτησία και τις καταγγελίες της. Αυτού του τύπου η βία ενσαρκώνει την πατριαρχική αντίληψη ιδιοκτησίας πάνω στο γυναικείο σώμα, και προϋποθέτει την ανάλυση των έμφυλων ρόλων μέσα από κοινωνικοπολιτικό πρίσμα.

Θεωρία «Εξουσιαστικού Ελέγχου» (Control Balance Theory – Tittle, 1995)

Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, το έγκλημα μπορεί να αποτελεί απόπειρα αποκατάστασης της ανισορροπίας ελέγχου. Ο δράστης ενδεχομένως ένιωθε ότι έχασε τον έλεγχο επί του θύματος (λόγω καταγγελιών, περιοριστικών μέτρων, διακοπής σχέσης), και αντέδρασε με υπερβολικά βίαιη συμπεριφορά, ως μορφή «αποκατάστασης» της κυριαρχίας του.

Συμπεράσματα (σε αυτό το στάδιο της ανάλυσης)


Η δολοφονία της Κυριακής Γρίβα αποτέλεσε κορύφωση μιας σχέσης εξάρτησης, ελέγχου και απειλής. Αν και η παρουσία της έξω από το αστυνομικό τμήμα θα μπορούσε —υπό άλλες συνθήκες— να λειτουργήσει αποτρεπτικά, η αλληλουχία των συμβάντων αποκαλύπτει ένα πλέγμα ανεπαρκούς πρόληψης και αστοχίας αντίδρασης σε συνθήκες κρίσης.

Ωστόσο, καμία θεσμική ευθύνη δεν μπορεί να αποδοθεί προκαταβολικά πριν την ολοκλήρωση των πειθαρχικών και ποινικών ερευνών. Η εγκληματολογική προσέγγιση οφείλει να παραμείνει αντικειμενική, αναλυτική και εμπεριστατωμένη, φωτίζοντας τις δομές που συντηρούν την έμφυλη βία, χωρίς να προδικάζει νομικές ευθύνες.

Το Προφίλ του Θύματος


Η Κυριακή Γρίβα, ηλικίας 28 ετών, υπήρξε ένα νέο άτομο που, όπως καταγράφεται από το κοινωνικό και δικαστικό της ιστορικό, αναζήτησε ενεργά την προστασία της Πολιτείας απέναντι στην απειλή που δεχόταν. Δεν πρόκειται για μια "παθητική" περίπτωση θύματος· αντίθετα, χαρακτηρίζεται από προσπάθεια αντίστασης, τεκμηρίωσης της κακοποίησης και κινητοποίησης των θεσμικών οδών.

Θυματολογική προσέγγιση: ενεργό θύμα, όχι αόρατο

Η θυματολογική θεωρία του Mendelsohn (1956) κατηγοριοποιεί τα θύματα με βάση τον βαθμό συμμετοχής ή αδυναμίας αποτροπής της θυματοποίησής τους. Η Κυριακή εντάσσεται σαφώς στην κατηγορία του "ιδανικού θύματος" κατά τη θεωρητική αποτύπωση της Nils Christie (1986) – δηλαδή, ενός προσώπου που έκανε ό,τι ήταν θεσμικά δυνατό για να προστατευτεί, χωρίς να προκαλέσει, χωρίς ποινικό παρελθόν, και χωρίς να επιδιώκει βεντέτα ή εκδίκηση.

Η στάση της Κυριακής —με καταγγελίες για σεξουαλική και σωματική βία, αιτήσεις για ασφαλιστικά μέτρα, εκφρασμένο φόβο και ενεργή αναζήτηση βοήθειας— συνιστά τυπικό προφίλ ατόμου που επιδιώκει τη διακοπή ενός βίαιου κύκλου. Πρόκειται για γυναίκα που δεν αδράνησε, δεν "απέκρυψε", δεν "συγκατάνευσε" στη βία, αλλά την αντιμετώπισε με όρους δικαίου και θεσμών.

Η ψυχολογική πίεση ενός προαναγγελθέντος εγκλήματος

Τα στοιχεία καταδεικνύουν ότι το θύμα βίωνε διαρκή ψυχολογική επιβάρυνση, ως αποτέλεσμα χρόνιας απειλής και καταδίωξης. Η επανεμφάνιση του δράστη στη ζωή της, παρά τις προηγούμενες νομικές ενέργειες, ενίσχυσε την αίσθηση ανεπάρκειας προστασίας, συναισθηματικής εξουθένωσης και οριακής επιβίωσης.

Η απόφασή της να καλέσει την Άμεση Δράση και να μεταβεί στο αστυνομικό τμήμα, παρότι γνώριζε τον κίνδυνο, καταδεικνύει ψυχική ετοιμότητα, αξιοπρέπεια και απόγνωση, εντός ενός πλαισίου που συχνά υποβαθμίζει τα σημάδια ψυχολογικής κακοποίησης.

Κοινωνικός περίγυρος και συστημική απομόνωση

Αν και η Κυριακή είχε ανθρώπους στους οποίους εξέφρασε την ανησυχία της, η ανταπόκριση της κοινωνίας – όπως συμβαίνει συχνά σε περιπτώσεις ενδοσυντροφικής βίας – ήταν μερική ή αδύναμη. Η παθολογία της κοινωνικής ανοχής ή ουδετερότητας ενδυναμώνει την αίσθηση απομόνωσης του θύματος, καθιστώντας το ευάλωτο. Ο όρος «institutional betrayal» (Smith & Freyd, 2013) περιγράφει επακριβώς τη ψυχολογική συντριβή που επέρχεται όταν τα άτομα ζητούν βοήθεια από θεσμούς — και δεν την λαμβάνουν.

Συμπέρασμα:

Η Κυριακή Γρίβα δεν έπεσε θύμα μιας στιγμιαίας σύγκρουσης, αλλά μιας συστηματικής στοχοποίησης, η οποία δεν αποτράπηκε παρά τις σαφείς ενδείξεις. Στο πρόσωπό της αντικατοπτρίζονται οι γυναίκες που —παρότι δεν σιωπούν— δεν εισακούονται επαρκώς. Η ανάλυση του προφίλ της, με βάση τις εγκληματολογικές θεωρίες θυματολογίας, φεμινιστικής προσέγγισης και ψυχολογικής επιβάρυνσης, καταρρίπτει τον μύθο της “παθητικής γυναίκας-θύματος” και αναδεικνύει τη σημασία της πρόληψης μέσα από την ουσιαστική ενεργοποίηση των μηχανισμών προστασίας.

Το Προφίλ του Δράστη


Ο δράστης της γυναικοκτονίας στους Αγίους Αναργύρους ήταν άνδρας 39 ετών, πρώην σύντροφος της Κυριακής Γρίβα. Από τα διαθέσιμα στοιχεία και τις δημόσιες αναφορές, προκύπτει προγενέστερο ιστορικό βίαιης συμπεριφοράς, ενδοσυντροφικού ελέγχου και εμμονικής καταδίωξης, που κορυφώθηκε με μια στυγερή πράξη θανατηφόρας βίας.

Ψυχοδυναμικά Χαρακτηριστικά και Δυναμική του Ελέγχου

Η συμπεριφορά του δράστη εντάσσεται σε εκείνο το ψυχοκοινωνικό προφίλ που συναντάται συχνά στις περιπτώσεις "συντροφικής τρομοκρατίας" (intimate terrorism – Johnson, 1995). Δεν πρόκειται για "στιγμιαίο ξέσπασμα", αλλά για μια μακρόχρονη στρατηγική εξουσίας, ελέγχου και κυριαρχίας επί του θύματος. Οι καταγγελίες για βιασμό, απειλές, παρακολούθηση και παραβίαση της ιδιωτικής ζωής συνηγορούν σε μια μορφή κακοποιητικής εμμονής με χαρακτηριστικά παθολογικής ζήλιας και ανάγκης απόλυτης κατοχής.

Κατά την θεωρία του κοινωνικού δεσμού του Travis Hirschi (1969), τα άτομα με χαλαρούς ή δυσλειτουργικούς κοινωνικούς δεσμούς (π.χ. οικογένεια, εργασία, κοινωνικά πρότυπα) παρουσιάζουν μεγαλύτερη πιθανότητα παραβατικής συμπεριφοράς. Στην υπόθεση αυτή, εάν επιβεβαιωθούν ελλείψεις στην κοινωνική ενσωμάτωση του δράστη, ενδέχεται να λειτουργούν ως υποστηρικτικοί παράγοντες της βίαιης του δράσης.

Φεμινιστική προσέγγιση – Η έμφυλη παθολογία της εξουσίας

Στο πλαίσιο της ριζοσπαστικής φεμινιστικής εγκληματολογίας, ο δράστης ενσαρκώνει το πρότυπο του άνδρα που βιώνει ως "ταπείνωση" την αυτονόμηση της γυναίκας. Ο αποχωρισμός, οι νομικές ενέργειες της Κυριακής, και οι προσπάθειές της να συνεχίσει τη ζωή της μακριά του, εκλήφθηκαν από τον ίδιο ως πρόκληση στην ανδρική του ταυτότητα και κοινωνική κυριαρχία.

Ο φόνος, σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι μια παράλογη πράξη, αλλά ένα έσχατο, δομικά ενταγμένο μέσο ελέγχου, που στοχεύει στην επαναφορά της "ισορροπίας" ισχύος υπέρ του δράστη. Όπως έχει καταγραφεί και σε άλλα περιστατικά γυναικοκτονιών, ο φόνος λαμβάνει συμβολικό χαρακτήρα: "αν δεν είσαι δική μου, δεν θα είσαι καθόλου".

Θεωρία Εξισορρόπησης Ελέγχου (Control Balance Theory – Tittle, 1995)

Η θεωρία αυτή υποστηρίζει ότι το έγκλημα είναι αποτέλεσμα μιας ανισορροπίας ανάμεσα στον έλεγχο που ασκεί ένα άτομο και στον έλεγχο που δέχεται από τους άλλους. Ο δράστης, βλέποντας το θύμα να ανακτά τον έλεγχο της ζωής της, να προσφεύγει στη δικαιοσύνη, να τον καταγγέλλει και να τον απορρίπτει, βιώνει μια συμπιεσμένη αντίδραση απώλειας ελέγχου, την οποία επιδιώκει να "αποκαταστήσει" μέσω της δολοφονίας.

Η επιλογή του τόπου και η παραβίαση του κοινωνικού συμβολαίου

Το γεγονός ότι ο δράστης προχώρησε σε φόνο μπροστά σε δημόσιο χώρο, έξω από Αστυνομικό Τμήμα, είναι κρίσιμη λεπτομέρεια. Σύμφωνα με θεωρητικούς όπως ο Jack Katz (1988, Seductions of Crime), τέτοιες πράξεις δεν είναι αλόγιστες, αλλά εκφράζουν ένα είδος ηθικής "εκδίκησης" του δράστη, ο οποίος θεωρεί ότι το θύμα τον "πρόδωσε", τον "στιγμάτισε" ή τον "υποβίβασε".

Η πράξη, λοιπόν, μπορεί να ερμηνευτεί και ως επίδειξη συμβολικής τιμωρίας, όχι μόνο προς το θύμα αλλά και προς το σύστημα που δεν του επέτρεψε να την "κρατήσει" υπό τον έλεγχό του.

Συμπερασματικά:

Ο δράστης δεν ενήργησε στο κενό, αλλά εντός ενός δομημένου ψυχοδυναμικού και κοινωνικού πλαισίου, το οποίο ανέθρεψε τις αντιλήψεις ιδιοκτησίας, επιβολής και ανεξέλεγκτου δικαιώματος στη ζωή του άλλου. Η εγκληματολογική αποτίμηση του προφίλ του, με όρους ελέγχου, εξουσίας και έμφυλης βίας, αναδεικνύει την αναγκαιότητα συστημικής πρόληψης πριν από την κορύφωση των ενδείξεων.

Κίνητρα και Μέθοδος Τέλεσης


Το Έγκλημα ως Πράξη Ελέγχου και "Τελικής Κυριαρχίας"

Στην περίπτωση της Κυριακής Γρίβα, όλα τα διαθέσιμα στοιχεία συγκλίνουν στο ότι το έγκλημα διαπράχθηκε από τον δράστη όχι σε κατάσταση αφηρημένης παρόρμησης, αλλά με έντονο συμβολικό και ελεγκτικό χαρακτήρα.

Το γεγονός ότι:

  • υπήρχε ιστορικό απειλών,
  • το θύμα είχε απομακρυνθεί και καταγγείλει,
  • η πράξη έλαβε χώρα έξω από αστυνομικό τμήμα,

δείχνει πως η πράξη δεν ήταν απλώς προϊόν συναισθηματικού ξεσπάσματος, αλλά αποτέλεσε τελετουργική απόπειρα "τιμωρίας" και "ταπείνωσης" του θύματος.

Εφαρμογή της Θεωρίας της “Απώλειας Ιεραρχικής Ανωτερότητας”

Κατά τον Dobash & Dobash (2004), σε περιπτώσεις έμφυλης βίας, οι δράστες που νιώθουν ότι "έχασαν" την εξουσία πάνω στη γυναίκα —ιδίως έπειτα από χωρισμό, μήνυση, ή απόπειρα ανεξαρτησίας— εμφανίζουν ακραίες βίαιες αντιδράσεις. Η δολοφονία λειτουργεί ως "έσχατο μέσο αποκατάστασης" της ισχύος, όπου η φυσική εξάλειψη του θύματος σηματοδοτεί την επιβολή της απόλυτης σιωπής και υποταγής.

Ο δράστης, συνεπώς, δεν σκότωσε απλώς, αλλά επιδίωξε να εξαφανίσει την αντίσταση, να σβήσει την πράξη καταγγελίας, να σιγάσει τον λόγο της γυναίκας.

Η Μέθοδος: Χρήση Μαχαιριού – Μια Βίαιη, Προσωπική Επιλογή

Η επιλογή του μαχαιριού ως όπλο δεν είναι ουδέτερη. Αντίθετα:

  • Προϋποθέτει κοντινή σωματική επαφή,
  • Δηλώνει προσωπική επίθεση, όχι αποστασιοποιημένη,
  • Αποτελεί σύνηθες όπλο σε εγκλήματα πάθους και ενδοοικογενειακής βίας.

Η χρήση του σε δημόσιο χώρο υποδηλώνει απουσία δισταγμού και προσχεδιασμένη πρόθεση, ή τουλάχιστον μια κλιμάκωση παθολογικής επιθετικότητας με συμβολική σημασία. Η επαναλαμβανόμενη χρήση του μαχαιριού (πολλαπλά τραύματα) ενισχύει τη θεωρία της υπερβολικής βίας (overkill), η οποία σύμφωνα με τον Ressler et al. (1988), συνδέεται με βαθιά συναισθηματικά κίνητρα — συχνά μίσος ή εμμονή.

Η Δημόσια Τέλεση: Αντίδραση ή Επίδειξη;

Η τέλεση του εγκλήματος μπροστά από δημόσια Αρχή, χωρίς απόπειρα διαφυγής ή κάλυψης, εγείρει κρίσιμα ερωτήματα:

  1. Ήταν πράξη παραίτησης και τελικού "μηνύματος" προς το σύστημα;
  2. Ή μήπως μια απελπισμένη επίδειξη εξουσίας μπροστά σε θεσμούς που ο δράστης ένιωθε πως "του πήραν" το αντικείμενο της κατοχής του (το θύμα);

Η πράξη αποκτά έτσι διπλό συμβολικό χαρακτήρα:

1. Καταστροφή του θύματος,

2. Απόπειρα "θρυμματισμού" της νομιμότητας και των θεσμών που το προστάτευαν.

Συμπερασματικά

Η μέθοδος και τα κίνητρα της γυναικοκτονίας στους Αγίους Αναργύρους φέρουν ξεκάθαρο έμφυλο και ελεγκτικό χαρακτήρα. Δεν επρόκειτο για τυχαία συμπλοκή, αλλά για προοδευτική πορεία κλιμάκωσης προς την απόλυτη βία, με το μαχαίρι να λειτουργεί ως μέσο ψυχολογικής, σωματικής και συμβολικής εξουθένωσης. Η πράξη φέρει χαρακτηριστικά εγκλήματος παθογόνου κυριαρχίας, και πρέπει να αναλύεται όχι μόνο ατομικά, αλλά και στο ευρύτερο κοινωνικοσυστημικό της πλαίσιο.

Ανεκμετάλλευτοι Δείκτες Κινδύνου


Η γυναικοκτονία της Κυριακής Γρίβα δεν συνιστά ένα ξαφνικό, απρόβλεπτο γεγονός, αλλά την αποκορύφωση ενός διαρκώς κλιμακούμενου μοτίβου κακοποιητικής συμπεριφοράς. Η εγκληματολογική προσέγγιση εστιάζει στη χρονική εξέλιξη του κινδύνου, την αναγνωρισιμότητα των δεικτών και το ερώτημα της θεσμικής ανταπόκρισης.


Η Θεωρία των "Σημάτων Κινδύνου" – Red Flags

Σύμφωνα με το FBI και τη διεθνή θυματολογική βιβλιογραφία, οι σημαντικότεροι προγνωστικοί παράγοντες θανατηφόρας βίας σε ενδοσυντροφικά πλαίσια περιλαμβάνουν:

  • Προηγούμενη σωματική ή σεξουαλική κακοποίηση
  • Απειλές για τη ζωή του θύματος ή της οικογένειας
  • Απόπειρες ελέγχου της καθημερινότητας ή μετακίνησης
  • Παραβίαση περιοριστικών όρων
  • Συναισθηματική απομόνωση του θύματος

Η παρούσα υπόθεση ικανοποιεί τουλάχιστον 4 από τα παραπάνω κριτήρια.

Η Επιστημονική Αποτυχία της Δευτερογενούς Πρόληψης

Η πρωτογενής πρόληψη επιχειρείται με την ενημέρωση και κοινωνική ευαισθητοποίηση. Η δευτερογενής πρόληψη, ωστόσο —η παρέμβαση μετά την πρώτη αναφορά βίας— είναι το κρίσιμο σημείο στο οποίο αποτυγχάνουν συχνά οι θεσμοί.

Στην περίπτωση αυτή:

  • Υπήρχε ήδη τεκμηριωμένο παρελθόν κακοποίησης.
  • Το θύμα προσέφυγε στους θεσμούς για προστασία.

Ωστόσο, ο κίνδυνος δεν αξιολογήθηκε ως θανατηφόρος ή δεν κινητοποιήθηκαν τα κατάλληλα μέτρα αποτροπής επαφής ή παρακολούθησης.

Αυτό δεν συνιστά προκατάληψη υπέρ ευθυνών· αποτελεί επιστημονικό ερώτημα προς διερεύνηση: Ποιες διαδικασίες κινήθηκαν και ποια εργαλεία κινδύνου εφαρμόστηκαν (ή δεν εφαρμόστηκαν);

Ο Ρόλος των Υπηρεσιών και το Ερώτημα της Συστημικής Δυσλειτουργίας

Το γεγονός ότι η Κυριακή είχε προηγούμενες καταγγελίες και περιοριστικά μέτρα θα έπρεπε να ενεργοποιήσει διαδικασίες επιτήρησης του δράστη ή/και ενίσχυσης της προστασίας του θύματος.

Η απουσία τέτοιων παρεμβάσεων θέτει κρίσιμα ερωτήματα:

  1. Υπήρχε μηχανισμός παρακολούθησης επαναληπτικών συμπεριφορών του δράστη;
  2. Υπήρξε αξιολόγηση κινδύνου με βάση τα πρότυπα της ΕΛ.ΑΣ ή διεθνών εργαλείων;
  3. Ενεργοποιήθηκαν υπηρεσίες κοινωνικής υποστήριξης;

Συμπερασματικά

Η υπόθεση της Κυριακής Γρίβα φέρνει στο φως μια αλυσίδα από ηχηρά και διαδοχικά προειδοποιητικά σήματα, τα οποία δεν αξιοποιήθηκαν επαρκώς σε επίπεδο πρόληψης. Χωρίς να προδικάζεται η ευθύνη συγκεκριμένων προσώπων ή υπηρεσιών, η εγκληματολογική ανάλυση αναδεικνύει την ανάγκη για σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης, επαρκή εκπαίδευση προσωπικού και διαλειτουργικότητα υπηρεσιών για την αποτροπή γυναικοκτονιών με γνωστό ιστορικό κινδύνου.

Αστυνομική και Θεσμική Διαχείριση

Η ανάλυση της ανταπόκρισης των θεσμικών οργάνων στην υπόθεση της Κυριακής Γρίβα πρέπει να γίνει με εγκράτεια, νομική ακρίβεια και εγκληματολογική ψυχραιμία. Δεν υιοθετείται τιμωρητικός λόγος, αλλά εξετάζεται η δυναμική και αποτελεσματικότητα των μηχανισμών προστασίας, σε πλαίσιο πρόληψης και αποτροπής.

Χρονική Στιγμή Παρέμβασης: Απόκριση στην Κρίσιμη Κατάσταση

Την 1η Απριλίου 2024, η Κυριακή κάλεσε την Άμεση Δράση (100), ενώ παρατηρούσε τον δράστη να την ακολουθεί. Μετακινήθηκε προς το Αστυνομικό Τμήμα Αγίων Αναργύρων, εκφράζοντας άμεσο κίνδυνο.

Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα:

  • Βρισκόταν ήδη σε τηλεφωνική επικοινωνία με την Άμεση Δράση τη στιγμή της επίθεσης.
  • Κατά την παρουσία της στο Α.Τ., δεν συνοδεύτηκε από αστυνομικούς κατά την αποχώρηση.
  • Η δολοφονία έλαβε χώρα λίγα μέτρα έξω από το Τμήμα.

Η διαχείριση αυτής της κατάστασης εγείρει επιστημονικά ερωτήματα:

- Ποιες είναι οι τυπικές διαδικασίες διαχείρισης ατόμου που δηλώνει φόβο για τη ζωή του;

- Πότε κινητοποιούνται συνοδευτικά μέτρα ή ενεργοποιούνται πρωτόκολλα επείγουσας φύλαξης;

Εσωτερικός Έλεγχος και Θεσμικές Αντιδράσεις

Μετά τη δολοφονία, υπήρξε:

  1. Εισαγγελική παρέμβαση για διερεύνηση τυχόν ποινικών ευθυνών των αστυνομικών που ήταν παρόντες στο Τμήμα.
  2. Έναρξη διοικητικής (πειθαρχικής) διερεύνησης από την ΕΛ.ΑΣ.

Ωστόσο, μέχρι σήμερα δεν έχει εκδοθεί απόφαση που να καταλογίζει ευθύνη σε αστυνομικούς. Η ανάλυση, επομένως, δεν υιοθετεί θέση περί αμέλειας, αλλά εξετάζει τα γεγονότα με βάση τις εγκληματολογικές αρχές πρόληψης κινδύνου.

Το Πλαίσιο Δράσης της ΕΛ.ΑΣ. – Τι Προβλέπεται

Σύμφωνα με τον Κανονισμό της Ελληνικής Αστυνομίας, σε περιπτώσεις όπου πολίτης δηλώνει απειλή κατά της ζωής του:

  • Οφείλει να γίνεται καταγραφή του αιτήματος και ενημέρωση αξιωματικού υπηρεσίας.
  • Μπορεί να παρασχεθεί προσωρινή συνοδεία, εφόσον η απειλή θεωρείται αξιόπιστη.
  • Εάν υπάρχει ιστορικό βίας, οφείλεται άμεση διαβίβαση στον Εισαγγελέα ή αρμόδιο Τμήμα Ενδοοικογενειακής Βίας.

Το ερώτημα που τίθεται είναι: Πόσα από αυτά εφαρμόστηκαν, και πόσα κρίθηκαν ως "χαμηλής προτεραιότητας";

Εγκληματολογική Οπτική: Η έννοια της «Θεσμικής Παράλειψης»

Η θεωρία της institutional inertia αναφέρεται στη δυσκαμψία των θεσμών να ανταποκριθούν σε πραγματικό κίνδυνο, ακόμη και όταν υπάρχουν ενδείξεις.

Το κενό δεν εντοπίζεται απαραίτητα σε κακή πρόθεση, αλλά:

  1. σε ελλιπή εκπαίδευση του προσωπικού,
  2. σε ασάφεια διαδικασιών πρόληψης,
  3. και στη μη ενεργοποίηση ενδείξεων επικινδυνότητας.

Η αποτυχία ενεργοποίησης των θεσμών δεν σημαίνει ενοχή· σημαίνει αναποτελεσματικότητα στην εμπέδωση κουλτούρας πρόληψης.

Κοινωνική Διάσταση και Δημόσιος Λόγος

Η γυναικοκτονία της Κυριακής Γρίβα δεν αποτελεί μόνο εγκληματικό συμβάν – αποτελεί καθρέφτη της κοινωνικής λειτουργίας (ή δυσλειτουργίας) απέναντι στην έμφυλη βία. Η ανάλυση της κοινωνικής διάστασης περιλαμβάνει τη συλλογική ανοχή, την πολιτισμική σιωπή και τον δημόσιο διάλογο που διαμορφώνει τις αντιλήψεις για το θύμα, τον δράστη και την έννοια της “κανονικότητας” της βίας.

Η «Κανονικότητα» της Βίας ως Κοινωνική Παθολογία


Στην ελληνική κοινωνία, όπως και διεθνώς, η έμφυλη βία δεν αποτελεί μεμονωμένο παθολογικό φαινόμενο, αλλά κοινωνικά παραγόμενο και συχνά κανονικοποιημένο μοτίβο. Οι φράσεις του τύπου:

«Οικογενειακή υπόθεση»

«Ας μην προκαλούσε»

«Είχαν σχέση, δεν ανακατεύομαι»

αποκαλύπτουν βαθιές πατριαρχικές δομές, που απομονώνουν το θύμα, νομιμοποιούν τη βία, και αποτρέπουν την έγκαιρη παρέμβαση.

Η Κυριακή δεν βρήκε στήριξη που να ακουστεί δυνατά πριν τη δολοφονία της. Η σιωπή της κοινωνίας —ατομικής και θεσμικής— λειτούργησε ως περιβάλλον ανοχής στη βία, και αυτό αναδεικνύει ένα από τα βαθύτερα κοινωνικά προβλήματα.

Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και Δημόσια Αντίληψη


Τα ΜΜΕ διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της συλλογικής ευαισθησίας. Όταν επιλέγουν να παρουσιάσουν τέτοια εγκλήματα ως:

"Έγκλημα πάθους",

"Οικογενειακή τραγωδία",

"Ξέσπασμα από ζήλια",

τότε συσκοτίζουν την έννοια της γυναικοκτονίας και συμβάλλουν στη διατήρηση ενός παραπλανητικού αφηγήματος, όπου ο δράστης εμφανίζεται "εκτός εαυτού" και το θύμα "κάτι θα έκανε".

Η παρούσα υπόθεση, ωστόσο, οδήγησε σε ευρεία δημόσια καταδίκη, κινητοποίηση κινημάτων και οργανώσεων για τα δικαιώματα των γυναικών, ενώ πυροδότησε και σοβαρή θεσμική συζήτηση για τις ευθύνες της Πολιτείας.

Η Σιωπή ως Συνεργός

Όπως αναφέρει ο κοινωνιολόγος Stanley Cohen (States of Denial, 2001), η κοινωνική σιωπή μπορεί να λάβει τρεις μορφές:

1. Μη γνώση – δεν γνωρίζω ότι κάτι συμβαίνει

2. Μερική επίγνωση – υποπτεύομαι αλλά δεν ερευνώ

3. Ενεργή αποσιώπηση – γνωρίζω αλλά δεν παρεμβαίνω

Στην υπόθεση αυτή, η κοινωνία φαίνεται να βρισκόταν μεταξύ των επιπέδων 2 και 3. Δεν μπορεί να ισχυριστεί συλλογικά πως "δεν ήξερε", αλλά δεν λειτούργησε αποτρεπτικά ως προς την προστασία της Κυριακής.

Η Αντίδραση της Κοινωνίας των Πολιτών

Μετά το έγκλημα, υπήρξε:

  • Συγκίνηση και οργή στα κοινωνικά δίκτυα,
  • Διαμαρτυρίες από φεμινιστικές και κοινωνικές οργανώσεις,
  • Εκκλήσεις για αναγνώριση της γυναικοκτονίας ως αυτοτελές ποινικό αδίκημα.

Η κοινωνία των πολιτών λειτούργησε καθυστερημένα, αλλά ουσιαστικά, δημιουργώντας δημόσια πίεση προς τους θεσμούς. Όμως, η πραγματική πρόληψη θα προϋπέθετε κοινωνική εγρήγορση πριν το έγκλημα.

Κατακλείδα Άρθρου

Το έγκλημα στους Αγίους Αναργύρους δεν είναι απλώς μια ακόμη υπόθεση γυναικοκτονίας· είναι μια κραυγή που έμεινε μετέωρη, ένα αίτημα προστασίας που δεν πρόλαβε να γίνει πράξη. Δεν γράψαμε αυτή την ανάλυση για να δικάσουμε – αλλά για να κατανοήσουμε. Για να φωτίσουμε τα σημάδια που συχνά αγνοούμε, να αναγνωρίσουμε τα μοτίβα που επαναλαμβάνονται, να αφυπνιστούμε.

Η Κυριακή δεν σώθηκε. Όμως μέσα από τη μνήμη της μπορούμε να χτίσουμε μια κοινωνία που δεν σιωπά, που δεν αδρανεί, που δεν αναβάλει την ευθύνη της. Γιατί η πρόληψη δεν είναι υπόθεση των ειδικών – είναι υπόθεση όλων μας.

Σχόλια

  1. Μπράβο Νίκο. Πολύ αναλυτικό και αντικειμενικό άρθρο. Έμαθα πράγματα που δεν είχα να ακούσει.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σας ευχαριστώ πολύ! Χαίρομαι ιδιαίτερα που σας άρεσε!

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η Δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ: Εγκληματολογική Προσέγγιση Μιας Σιωπηλής Εκτέλεσης

Η Υπόθεση Πισπιρίγκου και οι Σκιές της Οικιακής Τραγωδίας

Η υπόθεση ΜΟΥΡΤΖΟΥΚΟΥ - «Ό,τι δεν ειπώθηκε ποτέ»