Τέμπη: Μια Τραγωδία με Υπογραφή – Εγκληματολογική και Αστυνομική Ανάλυση

Εισαγωγή



Στις 28 Φεβρουαρίου 2023, η Ελλάδα συγκλονίστηκε από ένα σιδηροδρομικό δυστύχημα ανείπωτης τραγικότητας. Η μετωπική σύγκρουση μεταξύ της επιβατικής αμαξοστοιχίας IC62 και εμπορικής αμαξοστοιχίας στην κοιλάδα των Τεμπών στέρησε τη ζωή σε 57 ανθρώπους, τραυμάτισε δεκάδες και βύθισε το κοινωνικό σύνολο σε σοκ και συλλογική οργή. Ένα γεγονός που αποδόθηκε πρόχειρα ως “ανθρώπινο λάθος” έμελλε να αποτελέσει την αφετηρία μιας βαθιάς θεσμικής κρίσης.

Ωστόσο, πέρα από τον συγκινησιακό αντίκτυπο και τη δημόσια θλίψη, η υπόθεση Τεμπών επιβάλλει μια πολυεπίπεδη ανάλυση τόσο από εγκληματολογική όσο και από αστυνομική σκοπιά. Η εγκληματολογική προσέγγιση εστιάζει στην ανίχνευση μοτίβων παραβατικότητας, συστημικής αποτυχίας και πιθανών ποινικών ευθυνών εντός ενός πλαισίου εξουσίας. Από την άλλη, η αστυνομική ανάλυση αφορά την επιχειρησιακή αξιολόγηση του συμβάντος, την αντιμετώπιση της κρίσης, τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων και τη διαχείριση του τόπου του δυστυχήματος, ο οποίος σε αυτή την περίπτωση φαίνεται πως παρεμποδίστηκε ή αλλοιώθηκε.

Η επιστημονική επεξεργασία που ακολουθεί δεν περιορίζεται σε θεωρητικές διαπιστώσεις. Επικεντρώνεται στην ουσία: υπήρξαν ποινικά αδικήματα; Υπήρξε συγκάλυψη; Ποιος είναι ο ρόλος των θεσμών και των προσώπων; Το άρθρο εξετάζει τα πραγματικά περιστατικά και τις γνωστές ενέργειες των εμπλεκομένων υπό το πρίσμα τεσσάρων βασικών αδικημάτων:

  1. Ανθρωποκτονία εξ αμελείας κατά συρροή
  2. Παράβαση καθήκοντος
  3. Αλλοίωση τόπου εγκλήματος
  4. Απιστία κατά του Δημοσίου

Η αναζήτηση της αλήθειας σε ένα τέτοιο γεγονός δεν είναι υπόθεση ούτε πολιτική, ούτε ιδεολογική. Είναι υπόθεση θεσμικής ευθύνης, αστυνομικής επιμέλειας και εγκληματολογικής τεκμηρίωσης. Μόνο μέσα από αυτό το πρίσμα, η κοινωνία μπορεί να ελπίζει σε δικαιοσύνη που δεν σιωπά, και σε κράτος που δεν προστατεύει την αδράνεια αλλά την αλήθεια.

Σημείωση προς τον αναγνώστη
Το παρόν άρθρο δεν έχει σκοπό την απόδοση ποινικών ή πολιτικών ευθυνών σε συγκεκριμένα πρόσωπα. Η προσέγγιση που ακολουθεί βασίζεται αποκλειστικά στην επιστημονική μεθοδολογία της εγκληματολογίας και της αστυνομικής ανάλυσης. Στόχος είναι να διερευνηθούν τα φαινόμενα, οι ενδείξεις και τα πιθανά αδικήματα όπως αυτά προκύπτουν από τα δημόσια διαθέσιμα στοιχεία, και όχι να υποκατασταθεί η Δικαιοσύνη. Η τελική κρίση ανήκει στα αρμόδια θεσμικά όργανα.

Το ιστορικό της υπόθεσης



Το βράδυ της 28ης Φεβρουαρίου 2023, δύο αμαξοστοιχίες κινούνταν σε αντίθετες κατευθύνσεις πάνω στην ίδια σιδηροδρομική γραμμή. Η μία, επιβατική, εκτελούσε το δρομολόγιο IC62 Αθήνα–Θεσσαλονίκη, μεταφέροντας κυρίως φοιτητές και εργαζόμενους που επέστρεφαν μετά το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας. Η άλλη, εμπορική, κατευθυνόταν προς νότο. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, οι δύο συνθέσεις συγκρούστηκαν μετωπικά, στην περιοχή της κοιλάδας των Τεμπών, προκαλώντας ακαριαίο θάνατο σε δεκάδες επιβάτες και καταστρέφοντας ολοσχερώς τα πρώτα βαγόνια.

Οι πρώτες ανακοινώσεις εστίασαν στην ύπαρξη «ανθρώπινου λάθους» εκ μέρους του σταθμάρχη της Λάρισας, ο οποίος φέρεται να έδωσε εντολή ώστε η επιβατική αμαξοστοιχία να κινηθεί σε λάθος τροχιά. Ωστόσο, η αναγωγή της ευθύνης σε ένα και μόνο πρόσωπο —τη στιγμή που το σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας λειτουργούσε με ημιλειτουργικά ή ανενεργά συστήματα τηλεδιοίκησης— αποτέλεσε από την αρχή αντικείμενο σκεπτικισμού από την επιστημονική κοινότητα, τον Τύπο και μέρος της κοινωνίας των πολιτών.

Η αμαξοστοιχία IC62 φέρεται να είχε σταματήσει για δέκα λεπτά στον σταθμό Λάρισας, από τον οποίο και ξεκίνησε τη μοιραία διαδρομή με κατεύθυνση προς το σημείο της σύγκρουσης. Ο εκάστοτε σταθμάρχης, σύμφωνα με τον Κανονισμό Κυκλοφορίας και Ασφαλείας του ΟΣΕ, φέρει την ευθύνη χειρισμού των αλλαγών τροχιάς, της εισαγωγής εντολών και της επίβλεψης της κυκλοφορίας. Ωστόσο, ερωτήματα προκύπτουν για το κατά πόσο είχε επαρκή εμπειρία και υποστήριξη για να ανταποκριθεί σε αυτά τα καθήκοντα, ιδιαίτερα σε νυχτερινή βάρδια και με περιορισμένα μέσα.

Από την πλευρά των τεχνικών μέσων, η εικόνα που διαμορφώνεται από δημόσιες δηλώσεις, δημοσιογραφικές αποκαλύψεις και σχετικές εκθέσεις είναι προβληματική. Το σύστημα τηλεδιοίκησης στη Λάρισα, όπως φέρεται, δεν λειτουργούσε πλήρως, με αποτέλεσμα ο χειρισμός να γίνεται κυρίως χειροκίνητα και χωρίς την ύπαρξη αυτόματων σημάτων ειδοποίησης ή παρεμβολής. Η τεχνολογική υποστήριξη ήταν ελλιπής ή απενεργοποιημένη, και οπτικοακουστικά δεδομένα δεν επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ενεργών προειδοποιητικών μηχανισμών.

Η αντίδραση των αρχών χαρακτηρίστηκε από επιχειρησιακή κινητοποίηση με σημαντικές επιχειρησιακές προκλήσεις. Το ΕΚΑΒ, η Πυροσβεστική και οι αστυνομικές δυνάμεις ανταποκρίθηκαν άμεσα, όμως ο όγκος της καταστροφής και η έλλειψη πρόβλεψης για τέτοιου τύπου γεγονός ανέδειξαν δομικές αδυναμίες στην αντιμετώπιση μαζικών κρίσεων. Παράλληλα, η μετέπειτα διαχείριση του τόπου του δυστυχήματος, και κυρίως η απόφαση να καλυφθεί με χώματα και μπάζα μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, δημιούργησε σοβαρά ερωτήματα σχετικά με τη διατήρηση και αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, έως τη στιγμή σύνταξης του παρόντος άρθρου, η Δικαιοσύνη δεν έχει καταλήξει σε οριστικές αποφάσεις ή καταδίκες για την υπόθεση. Οι ανακριτικές αρχές συνεχίζουν να εξετάζουν στοιχεία, καταθέσεις και τεχνικές εκθέσεις. Κάθε αναφορά που ακολουθεί, επομένως, γίνεται με βάση ενδείξεις και αναλύσεις που δεν υποκαθιστούν τη δικαστική κρίση, αλλά αναδεικνύουν πλευρές της υπόθεσης που έχουν επιστημονική και κοινωνική σημασία.

Εγκληματολογική Ανάλυση



Η εγκληματολογική θεώρηση των γεγονότων στοχεύει όχι μόνο στην κατανόηση της πράξης, αλλά κυρίως στην ανίχνευση του πλαισίου μέσα στο οποίο αυτή κατέστη εφικτή ή επιτράπηκε να εξελιχθεί. Η επιστήμη της εγκληματολογίας αναγνωρίζει πως πολλά εγκλήματα, και ιδιαίτερα εκείνα που διαπράττονται μέσω παραλείψεων και θεσμικών αποτυχιών, δεν είναι προϊόντα ατομικής δράσης, αλλά σύνθετων, πολυεπίπεδων αποδιοργανωτικών φαινομένων που αφορούν θεσμούς, διαδικασίες και μηχανισμούς εποπτείας (Hillyard & Tombs, 2007).

Η παρούσα ενότητα εξετάζει τέσσερα ποινικά αδικήματα υπό αυτό το πρίσμα, ξεκινώντας από το βαρύτερο εξ αυτών: την ανθρωποκτονία εξ αμελείας κατά συρροή, όπως προβλέπεται στο ελληνικό ποινικό δίκαιο.

Ανθρωποκτονία εξ αμελείας κατά συρροή


Σύμφωνα με το άρθρο 302 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, όποιος προκαλεί τον θάνατο άλλου από αμέλεια, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Όταν η πράξη τελείται κατά συρροή —δηλαδή προκαλείται ο θάνατος πολλών ατόμων με την ίδια ενέργεια ή παράλειψη— η ποινική απαξία είναι πολλαπλάσια και εξετάζεται σωρευτικά. Η νομολογία, επιπλέον, διακρίνει μεταξύ συνηθισμένης αμέλειας και εγκληματικής αμέλειας, ανάλογα με τον βαθμό επικινδυνότητας και το προσδοκώμενο επίπεδο προνοητικότητας από τον δράστη.

Η αμέλεια, ως ποινική έννοια, δεν σχετίζεται απλώς με λάθος, αλλά με παράλειψη του προσήκοντος ελέγχου που μπορεί να αναμένεται από ένα πρόσωπο βάσει των καθηκόντων και της εμπειρίας του (βλ. Μαργαρίτης, «Ποινικό Δίκαιο – Ειδικό Μέρος», 2019).

Στην περίπτωση του δυστυχήματος στα Τέμπη, διερευνάται εάν:

Ο σταθμάρχης παρέβη ουσιώδεις διαδικασίες ασφαλούς κυκλοφορίας και αν είχε την απαραίτητη εκπαίδευση για να αναγνωρίσει την επικινδυνότητα της εντολής του.

Η διοίκηση του ΟΣΕ ή άλλες εποπτικές αρχές γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν την ανεπαρκή λειτουργία των συστημάτων ασφαλείας (τηλεδιοίκηση, σηματοδότες, εφεδρικοί μηχανισμοί).

Η ύπαρξη κενών στην τεχνική και λειτουργική ασφάλεια του δικτύου (γνωστή μέσω αναφορών, ελέγχων ή προειδοποιήσεων) συνετέλεσε αιτιωδώς στον θάνατο των επιβατών.


Η επιστημονική εγκληματολογία αναγνωρίζει ότι ένα έγκλημα μπορεί να διαπραχθεί και μέσω διαχείρισης ρίσκου με αδιαφορία (criminal negligence through risk normalization), όταν μια υπηρεσία αποδέχεται επαναλαμβανόμενες παραβιάσεις ως κανονικότητα (Reason, 1990 – Swiss Cheese Model of Accident Causation).

Αν αποδειχθεί ότι υπήρξε γνώση των κινδύνων, παθητική αποδοχή της δυσλειτουργίας και έλλειψη ενεργειών πρόληψης, τότε η αμέλεια προσλαμβάνει χαρακτηριστικά εγκληματικού χαρακτήρα, δηλαδή μεθοδικά αδιάφορης στάσης απέναντι στο έννομο αγαθό της ανθρώπινης ζωής.

Σε κάθε περίπτωση, η δικαστική κρίση δεν έχει ακόμη εκδοθεί, και οι αναφορές που γίνονται εδώ περιορίζονται στη θεωρητική αξιολόγηση ενδείξεων με βάση τη βιβλιογραφία και το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο.

Τι είναι το Swiss Cheese Model of Accident Causation



Το Swiss Cheese Model (Μοντέλο του Ελβετικού Τυριού) εξηγεί πώς συμβαίνουν μεγάλα ατυχήματα όχι από ένα μόνο λάθος, αλλά όταν πολλά μικρά λάθη ή αδυναμίες σε διαφορετικά επίπεδα προστασίας "ευθυγραμμιστούν".

Φανταστείτε κάθε επίπεδο προστασίας (π.χ. εκπαίδευση, τεχνολογία, εποπτεία) σαν μια φέτα ελβετικό τυρί. Κάθε φέτα έχει τρύπες (αδυναμίες). Όταν οι τρύπες ευθυγραμμιστούν και στα τέσσερα επίπεδα, το λάθος περνά μέσα απ’ όλες — και το ατύχημα συμβαίνει.

Με απλά λόγια:
Ένα δυστύχημα δεν είναι ποτέ μόνο η ευθύνη ενός ανθρώπου. Είναι αποτέλεσμα αλυσίδας παραλείψεων και αδυναμιών σε πολλά επίπεδα — που δεν στάθηκαν στο ύψος τους.

Παράβαση καθήκοντος

Το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος προβλέπεται στο άρθρο 259 του Ποινικού Κώδικα και αφορά την περίπτωση όπου δημόσιος λειτουργός, με πρόθεση, παραλείπει ή ενεργεί αντίθετα προς τα καθήκοντά του με σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο όφελος ή να βλάψει άλλον. Στην πράξη, το άρθρο αυτό εφαρμόζεται σε περιπτώσεις υπερβάσεων αρμοδιοτήτων, καθυστερήσεων, αμέλειας ή καταχρηστικής συμπεριφοράς σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος.

Η εγκληματολογική προσέγγιση της έννοιας δεν περιορίζεται μόνο στη νομική διάσταση. Αντιλαμβάνεται την παράβαση καθήκοντος ως πράξη θεσμικής αποτυχίας: ένα κρίσιμο σημείο όπου το κράτος ή η διοίκηση δεν προστατεύει τα θεμελιώδη αγαθά που έχει εντολή να προασπίζει. Η αποτυχία αυτή δεν είναι πάντοτε ατομική – μπορεί να είναι οργανική, συστημική, ή ακόμη και πολιτισμικά ενσωματωμένη σε δομές διοίκησης που λειτουργούν χωρίς διαφάνεια ή αξιολόγηση (Becker, 1968 · Punch, 2003).

Στην περίπτωση των Τεμπών, οι παράγοντες που τίθενται υπό διερεύνηση υπό το πρίσμα της παράβασης καθήκοντος είναι οι εξής:

Η επιλογή και τοποθέτηση του σταθμάρχη στη Λάρισα: Πλήθος δημοσιευμάτων και πληροφοριών αναφέρουν ότι ο σταθμάρχης που υπηρετούσε εκείνο το βράδυ διέθετε ελάχιστη εμπειρία στον ρόλο αυτό και φέρεται να είχε ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του λίγο καιρό πριν. Αν αποδειχθεί ότι τοποθετήθηκε σε θέση υψηλής ευθύνης χωρίς να πληροί ουσιαστικά προσόντα, τότε η ενέργεια ή παράλειψη του προσώπου ή των προσώπων που ενέκριναν αυτή την τοποθέτηση δύναται να αξιολογηθεί ως παράβαση καθήκοντος.

Η απουσία λειτουργικών συστημάτων τηλεδιοίκησης: Σύμφωνα με καταγγελίες σωματείων εργαζομένων, το σύστημα ελέγχου κυκλοφορίας ήταν ανενεργό επί μακρόν. Η συνειδητή ανοχή της δυσλειτουργίας αυτής, χωρίς ανάληψη άμεσων διορθωτικών μέτρων, ενδέχεται να συνιστά παθητική παράβαση καθήκοντος, ιδίως όταν υφίστανται εκθέσεις ή προειδοποιήσεις από τεχνικούς φορείς και εργαζομένους.

Η μη ενεργοποίηση εσωτερικών ελέγχων ασφαλείας: Ένα σύγχρονο σιδηροδρομικό σύστημα περιλαμβάνει διαδικασίες διπλού ή τριπλού ελέγχου πριν από κρίσιμες εντολές. Εάν οι διαδικασίες αυτές δεν εφαρμόστηκαν, είτε λόγω αδράνειας είτε λόγω έλλειψης προσωπικού, τότε εγείρεται ζήτημα θεσμικής ευθύνης των εποπτικών αρχών.

Η αδυναμία πρόληψης γνωστού κινδύνου: Εάν αποδειχθεί ότι υπήρχαν προειδοποιήσεις ή εσωτερικές αναφορές για τον κίνδυνο ατυχήματος και αυτές αγνοήθηκαν ή δεν αντιμετωπίστηκαν, τότε το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 259 γίνεται ακόμη πιο έντονο.


Σε κάθε περίπτωση, η τελική αξιολόγηση της ύπαρξης παράβασης καθήκοντος εναπόκειται στη Δικαιοσύνη. Ωστόσο, από εγκληματολογική και διοικητική σκοπιά, η εν λόγω υπόθεση αποκαλύπτει σημάδια συστημικής δυσλειτουργίας, εντός της οποίας η θεσμική απάθεια λειτουργεί ως εφαλτήριο για εγκληματογόνα αποτελέσματα.

Σημείωση αποσαφήνισης:
Στο σημείο αυτό, οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι, βάσει των έως τώρα δημοσίων στοιχείων και επίσημων πηγών, ο σταθμάρχης της Λάρισας δεν αντιμετωπίζει κατηγορία για παράβαση καθήκοντος. Οι κατηγορίες που έχουν ασκηθεί εις βάρος του σχετίζονται κυρίως με ανθρωποκτονία από αμέλεια, επικίνδυνη παρέμβαση στη συγκοινωνία και συναφή αδικήματα που αφορούν το άμεσο αποτέλεσμα της ενέργειάς του.

Η ανάλυση που παρουσιάζεται στο άρθρο δεν αποδίδει νομική ευθύνη στο πρόσωπό του ως προς την παράβαση καθήκοντος, αλλά διερευνά το ευρύτερο πλαίσιο θεσμικής ευθύνης. Η πιθανή τέλεση του εν λόγω αδικήματος μπορεί να αφορά διοικητικά, πολιτικά ή τεχνικά πρόσωπα, τα οποία είχαν λόγο στις διαδικασίες πρόσληψης, αξιολόγησης, τοποθέτησης και επιτήρησης, καθώς και στη διαχείριση των συστημάτων ασφαλείας του σιδηροδρομικού δικτύου.

Η επιστημονική προσέγγιση δεν αποδίδει ενοχή, αλλά προσπαθεί να ανιχνεύσει συστημικές παθογένειες που μπορεί να εμπίπτουν στο πεδίο του ποινικού ελέγχου.

Αλλοίωση τόπου εγκλήματος

Στην ποινική επιστήμη, ο τόπος ενός δυστυχήματος με πιθανές ποινικές διαστάσεις αντιμετωπίζεται ως τόπος εγκλήματος, εφόσον υπάρχουν ενδείξεις ότι η απώλεια ζωών ή η καταστροφή προήλθαν από αξιόποινες πράξεις ή παραλείψεις. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η ασφάλιση, τεκμηρίωση και διατήρηση της αρχικής κατάστασης του χώρου είναι απολύτως κρίσιμη, τόσο για την απονομή δικαιοσύνης όσο και για την εγκληματολογική αλήθεια.

Η άμεση παρέμβαση στον χώρο του σιδηροδρομικού δυστυχήματος στα Τέμπη, με μπάζωμα και απομάκρυνση κρίσιμων υπολειμμάτων του συμβάντος, εντός λίγων ημερών, προκάλεσε έντονο δημόσιο προβληματισμό και καταγγελίες για καταστροφή αποδεικτικών στοιχείων.

Νομική βάση

Σύμφωνα με το άρθρο 242 του Ποινικού Κώδικα (παραποίηση ή καταστροφή αποδεικτικών στοιχείων), η αλλοίωση ή καταστροφή αντικειμένων που μπορούν να χρησιμεύσουν ως αποδείξεις σε ποινική διαδικασία, συνιστά ποινικά κολάσιμη πράξη, ιδίως όταν τελείται από πρόσωπα που έχουν ιδιαίτερη σχέση με τη διαδικασία (π.χ. υπάλληλοι, κρατικοί λειτουργοί). Παρόμοια, το άρθρο 261 ΠΚ για την καταστροφή εγγράφων ή αποδεικτικών μέσων από υπάλληλο αναγνωρίζει τη βαρύτητα τέτοιων ενεργειών.

Από εγκληματολογική σκοπιά, η πρώιμη παρέμβαση στον χώρο του συμβάντος υπονομεύει την ανασυγκρότηση του εγκληματικού ή τεχνικού μηχανισμού, την εξαγωγή αιτιολογικών συσχετισμών και την τεκμηρίωση του πλαισίου της παράβασης. Ειδικά σε περιπτώσεις μαζικών θυμάτων, το διεθνές πρότυπο (π.χ. INTERPOL Disaster Victim Identification Guidelines) υπαγορεύει πλήρη τεχνική αποτύπωση του τόπου πριν από οποιαδήποτε μεταβολή.

Τι συνέβη στα Τέμπη

Οι διαθέσιμες μαρτυρίες, φωτογραφίες και drone καταγραφές δείχνουν ότι, λίγες ημέρες μετά το δυστύχημα, εκσκαπτικά μηχανήματα τοποθέτησαν χώμα και μπάζα στο σημείο της σύγκρουσης, ενώ υλικά (σιδηροδρομικός εξοπλισμός, καμένες επιφάνειες, κομμάτια συρμών) απομακρύνθηκαν χωρίς την ολοκλήρωση των πραγματογνωμοσυνών. Το επιχείρημα της αποκατάστασης της κυκλοφορίας δεν μπορεί να υπερισχύσει της υποχρέωσης διατήρησης αποδεικτικού υλικού σε μια εν εξελίξει ποινική διερεύνηση.

Ακόμη και εάν δεν υπήρξε πρόθεση απόκρυψης ή συγκάλυψης, το γεγονός αυτό αποτελεί πραγματική αλλοίωση του τόπου, που ενδέχεται να έχει ανεπανόρθωτες συνέπειες στην τεχνική τεκμηρίωση και στην ποινική ευθύνη. Από εγκληματολογικής πλευράς, πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα δευτερογενούς θυματοποίησης της κοινωνίας, καθώς η δυνατότητα λογοδοσίας υπονομεύεται.

Συμπέρασμα

Η διερεύνηση της ευθύνης για την αλλοίωση του τόπου οφείλει να περιλαμβάνει όχι μόνο τους άμεσους χειριστές (τεχνικά συνεργεία, εργολάβους), αλλά και τους πολιτικούς και διοικητικούς προϊσταμένους που ενέκριναν ή δεν εμπόδισαν την πράξη αυτή. Αν η αλλοίωση έγινε εν γνώσει της ποινικής διαδικασίας και χωρίς την παρουσία ανακριτικών ή πραγματογνωμονικών αρχών, τότε ενδέχεται να στοιχειοθετείται ποινικό αδίκημα σε βάρος της απονομής δικαιοσύνης.

Τι είναι το πρωτόκολλο INTERPOL Disaster Victim Identification Guidelines

Η διαδικασία INTERPOL Disaster Victim Identification Guidelines (DVI) αποτελεί παγκοσμίως αναγνωρισμένο πρωτόκολλο για την αναγνώριση θυμάτων σε μαζικές καταστροφές. Εφαρμόζονται σε περιπτώσεις δυστυχημάτων με πολλούς νεκρούς, όπως συγκρούσεις τρένων, αεροπορικά δυστυχήματα, τρομοκρατικές επιθέσεις, κ.ά.


Για την περίπτωση των Τεμπών, αν είχε εφαρμοστεί πλήρως η διαδικασία DVI, τα βήματα και οι αρμόδιες αρχές θα ήταν τα εξής:

Βήμα 1 – Ανάληψη ευθύνης και ενεργοποίηση DVI

Αρμόδιες αρχές:
  • Ελληνική Αστυνομία (ΕΛ.ΑΣ.), Εγκληματολογικές Υπηρεσίες
  • Εισαγγελική Αρχή
  • Πολιτική Προστασία
  • Συντονιστικό Κέντρο Επιχειρήσεων (ΕΣΚΕ)

Τι έπρεπε να γίνει:

  1. Άμεση ενεργοποίηση της διαδικασίας DVI
  2. Ορισμός συντονιστή DVI από την ΕΛ.ΑΣ.
  3. Συγκρότηση ομάδων: Α) Ανάσυρσης – περισυλλογής, Β) Τεκμηρίωσης, Γ) Ιατροδικαστικής, Δ) Αντιπαραβολής

Βήμα 2 – Ασφάλιση και καταγραφή του τόπου

Αρμόδιοι:
  • Τεχνικά κλιμάκια της ΕΛ.ΑΣ.
  • Πυροσβεστική – ΕΜΑΚ
  • Ιατροδικαστική Υπηρεσία
Τι έπρεπε να γίνει:
  1. Πλήρης περίφραξη και φύλαξη του χώρου
  2. Μηδενική μετακίνηση αντικειμένων μέχρι φωτογραφικής/βιντεοσκοπικής τεκμηρίωσης
  3. Σήμανση σημείων ανεύρεσης σορών, τεμαχίων και προσωπικών αντικειμένων
  4. Λήψη αεροφωτογραφιών (drone) πριν από κάθε ενέργεια
  5. Καμία απομάκρυνση ή μπάζωμα πριν την ολοκλήρωση
Βήμα 3 – Ανάσυρση και μεταφορά των σορών

Αρμόδιοι:
  • Πυροσβεστική – ΕΜΑΚ
  • ΕΛ.ΑΣ. (τεκμηρίωση & φρουρά)
  • Ιατροδικαστές
  • ΕΚΑΒ

Τι έπρεπε να γίνει:

  1. Κάθε σορός να φέρει μοναδικό DVI αριθμό
  2. Φωτογραφική καταγραφή in situ
  3. Τοποθέτηση σε ειδική σακούλα με σφράγιση και τεκμηρίωση
  4. Μεταφορά σε προσωρινό κέντρο DVI – όχι απευθείας στο νοσοκομείο
Βήμα 4 – Ανάλυση – ταυτοποίηση

Αρμόδιοι:
  • ΕΛ.ΑΣ. (DVI γραφείο)
  • Ιατροδικαστική Υπηρεσία
  • Εργαστήρια DNA
  • Οδοντιατρικές και δακτυλοσκοπικές ομάδες
  • Ομάδα Αντιπαραβολής Προ-Μόρτιων στοιχείων (Ante Mortem)
Τι έπρεπε να γίνει:

  1. Συλλογή δειγμάτων DNA, οδοντικών αρχείων, δακτυλικών αποτυπωμάτων
  2. Επικοινωνία με οικογένειες για Ante Mortem πληροφορίες (ρούχα, εμφυτεύματα, τραύματα κ.λπ.)
  3. Αντιπαραβολή και τεκμηρίωση ταυτοποίησης
  4. Έκδοση πιστοποιητικών ταυτοποίησης από την ΕΛ.ΑΣ. και τη δικαστική αρχή
Βήμα 5 – Παράδοση σορού & ψυχοκοινωνική υποστήριξη

Αρμόδιοι:

  • ΕΛ.ΑΣ., Ιατροδικαστική Υπηρεσία
  • Δικαστικές αρχές
  • Κοινωνικές υπηρεσίες / ψυχολόγοι
  • Δήμοι / Περιφέρειες
Τι έπρεπε να γίνει:
  1. Ενημέρωση συγγενών με σεβασμό, υποστήριξη και αλήθεια
  2. Παράδοση σορού μόνο μετά από επίσημη ταυτοποίηση
  3. Παροχή ψυχολογικής και νομικής υποστήριξης

Συμπέρασμα

Η απομάκρυνση αντικειμένων, η πρόωρη αποκατάσταση του τόπου, και η απουσία πλήρους DVI διαδικασίας (όπως καταγγέλλεται) παραβιάζουν ευθέως τις διεθνείς προδιαγραφές. Η INTERPOL ορίζει ρητά ότι η αλήθεια και η αξιοπρέπεια των θυμάτων και των οικογενειών τους προέχουν οποιασδήποτε διοικητικής σκοπιμότητας.

Απιστία κατά του Δημοσίου



Το αδίκημα της απιστίας κατά του Δημοσίου περιγράφεται στο άρθρο 256 του Ποινικού Κώδικα και αφορά την περίπτωση όπου δημόσιος υπάλληλος, διαχειριζόμενος περιουσία του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, ζημιώνει την περιουσία αυτή εκ προθέσεως ή από βαριά αμέλεια. Αν η ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ή προκαλείται κατ’ επάγγελμα ή κατά συνήθεια, το αδίκημα αποκτά κακουργηματικό χαρακτήρα.

Από εγκληματολογική σκοπιά, η απιστία κατά του Δημοσίου σε περιπτώσεις διαχείρισης τεχνικών υποδομών, όπως το σιδηροδρομικό δίκτυο, δεν αφορά απλώς την απώλεια χρημάτων. Αντιθέτως, πρόκειται για παραμέληση της υποχρέωσης προστασίας της ανθρώπινης ζωής μέσω επενδύσεων σε κρίσιμες δομές ασφάλειας. Αυτό εντάσσεται στην κατηγορία των λεγόμενων κρατικών εγκλημάτων παράλειψης (state crimes of omission), όπως αναλύονται στη διεθνή βιβλιογραφία (Whyte, 2009 · Kramer & Michalowski, 2006).

Ποια ζητήματα διερευνώνται στην υπόθεση Τεμπών:


  • Ευρωπαϊκά και εθνικά κονδύλια που είχαν διατεθεί τα προηγούμενα χρόνια για την αναβάθμιση του συστήματος τηλεδιοίκησης, σηματοδότησης και ελέγχου κυκλοφορίας. Πολλά από αυτά τα έργα παρέμειναν ημιτελή, σύμφωνα με δημόσιες καταγγελίες.
  • Το έργο της τοποθέτησης ολοκληρωμένου συστήματος τηλεδιοίκησης σε όλο τον άξονα Αθήνα – Θεσσαλονίκη ήταν ενταγμένο σε συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα ΕΣΠΑ. Ωστόσο, κατά δήλωση στελεχών των σιδηροδρομικών αρχών και του Τύπου, η λειτουργία του είτε δεν ολοκληρώθηκε, είτε ήταν τεχνικά απενεργοποιημένη τη νύχτα της τραγωδίας.
  • Αναζητείται εάν οι φορείς που ανέλαβαν τη διαχείριση των έργων, ή οι υπηρεσίες εποπτείας και παραλαβής, ενήργησαν με τρόπο που ζημίωσε ουσιωδώς το ελληνικό Δημόσιο – όχι μόνο οικονομικά, αλλά και σε ό,τι αφορά τη διακινδύνευση της δημόσιας ασφάλειας.
  • Τέλος, διερευνάται εάν υπήρξε συνειδητή αναβολή, καθυστέρηση ή αδράνεια στην υλοποίηση και ολοκλήρωση έργων ασφαλείας, παρά την ύπαρξη χρηματοδότησης. Αν αυτό αποδειχθεί, τότε στοιχειοθετείται βαριά αμέλεια ή ενδεχόμενος δόλος, ανάλογα με την περίπτωση.

Σχόλιο εγκληματολογικής πολιτικής



Η απιστία κατά του Δημοσίου σε έργα υποδομής δεν είναι διοικητικό λάθος. Είναι εγκληματική ενέργεια από πρόσωπα που κατέχουν εξουσία και την ασκούν χωρίς λογοδοσία. Οι πράξεις και παραλείψεις τους μπορεί να προκαλέσουν απώλεια ζωών, όπως ακριβώς συνέβη στην υπόθεση Τεμπών. Από την οπτική της θεωρίας των "κρατικών εγκλημάτων χωρίς πρόσωπο" (state-facilitated crime), τέτοια περιστατικά συνιστούν σιωπηλά εγκλήματα κατά της κοινωνίας, τα οποία μένουν ατιμώρητα όταν το σύστημα ελέγχου υπολειτουργεί.

Ανάλυση οπτικοακουστικών δεδομένων και ερμηνεία 

Ακολουθούν τα ηχητικά:
  • 23.18.48: Εμφανίζονται εκτινάξεις αντικειμένων από την εστία αριστερά στο πλάνο της οθόνης (αριστερά ως προς την γραμμή ανόδου προς Θεσσαλονίκη και αριστερά του τούνελ προς την ίδια κατεύθυνση, θέση στην οποία κατέληξε μετά την σύγκρουση τμήμα της επιβατικής αμαξοστοιχίας.
  • 23.19.13.: Πρώτη μεγάλη αναζωπύρωση στην εστία της επιβατικής με φλόγες και πίδακες φωτιάς. Τότε στο καταγεγραμμένο ηχητικό ακούγεται η φράση: «Δημήτρη κάνει κάτι.»
  • 23.19.21:Οι φλόγες μεγαλώνουν και τότε ακούγεται η καταγεγραμμένη φράση: «Δεν μπορώ αναπνεύσω.»
  • 23.19.32:Η πυρκαγιά μεγαλώνει με γλώσσες φωτιάς που ανέρχονται σε ύψος περίπου 15 μέτρων(προσομοίωση με το παρακείμενο ύψος του τούνελ).
  • 23.19.43:Υφεση της πυρκαγιάς η οποία είναι σταθερή στο ίδιο σχετικά σημείο. Τότε ακούγεται η καταγεγραμμένη φράση: «Ναι; Βοήθεια, βοήθεια.»
  • 23.19.51:Νέα μεγάλη αναζωπύρωση στο ίδιο σχετικά(σε σχέση με την κάμερα) σημείο. Ακούγεται η ηχογραφημένη φράση: «Έχω ελάχιστο οξυγόνο.»
  • 23.20.00:Η αναζωπύρωση στο μέγιστο ύψος φλογών. Τότε ακούγεται η καταγεγραμμένη στο ηχητικό φράση: «Και εγώ σε αγαπώ.»
Ύφεση καύσης
  • 23.20.08:Νέα ανάφλεξη-αναζωπύρωση. Τότε ακούγεται η φράση: « Με πονάτε-με πονάτε»
Στο βίντεο απεικονίζεται πίδακας φωτιάς με πλευρικό άνεμο και κατεύθυνση αριστερά.(δυτικά)-Ύφεση της καύσης.
  • 23.20.31: Νέα μεγάλη αναζωπύρωση. Ακούγονται αγωνιώδεις κραυγές και η φράση: «Βρε Δημήτρη.»
  • 23.20.54:Ενώ η ένταση της καύσης είναι αμείωτη ακούγονται κραυγές και η φράση « Βοήθεια-Βοήθεια.»
  • 23.21:Υφεση φωτιάς.
  • 23.21.08:Μεγάλη ανάφλεξη και ακούγονται αγωνιώδεις κραυγές.
  • 23.21.12. Ενώ η καύση και οι φλόγες μεγαλώνουν ακούγεται η φράση απογοήτευσης: «Θα πεθάνουμε.»
  • 23.21.14. Ενώ η πυρκαγιά συνεχίζει με αυξανόμενη ένταση ακούγεται η φράση: «Μάρθη σ αγαπώ.»
  • 23.21.17: Ακούγεται η φράση «Με ακούς;»
  • 23.21.22: Νέα μεγάλη επ-ανάφλεξη με μεγάλες γλώσσες φωτιάς.
  • 23.21.33: Παύση μηνύματος γεωεντοπισμού μέσω του κινητού τηλεφώνου προς το 112.

Στα βίντεο ντοκουμέντα ακούγονται οι ανατριχιαστικές κραυγές εγκλωβισμένων για βοήθεια: «Δεν αναπνέω – Θα πεθάνουμε… Λιγοστεύει το οξυγόνο, βοήθεια, βοήθεια…».
Θέλω να γράψεις το παραπάνω και να κάνεις εγκληματολογικη και αστυνομική ανάλυση από τα δεδομένα που προκύπτουν

Ανάλυση Ηχητικών

Το υλικό που καταγράφει τις συνεχείς αναζωπυρώσεις, τα πίδακες φωτιάς, και κυρίως τις αγωνιώδεις φωνές θυμάτων από την ώρα της σύγκρουσης έως και περίπου 3 λεπτά αργότερα, προσφέρει μια συγκλονιστική καταγραφή της διάρκειας, έντασης και δυναμικής της καταστροφής. Παράλληλα, παρέχει κρίσιμα ερωτήματα προς εγκληματολογική και αστυνομική αξιολόγηση.

1. Διάρκεια επιβίωσης – Δεν πρόκειται για ακαριαίο θάνατο

Τα ηχητικά δεδομένα αποδεικνύουν ότι αρκετοί επιβάτες ήταν ζωντανοί για τουλάχιστον 3 λεπτά και 45 δευτερόλεπτα μετά τη σύγκρουση:

Φράσεις όπως:
«Δεν μπορώ αναπνεύσω», «Έχω ελάχιστο οξυγόνο», «Με πονάτε», «Θα πεθάνουμε», «Μάρθη σ' αγαπώ»
δηλώνουν συνείδηση, σωματικό πόνο, ψυχικό αποχαιρετισμό και διατήρηση αναπνοής και ομιλίας.

Συμπέρασμα:

Το χρονικό παράθυρο σωτηρίας υπήρχε. Η μη ύπαρξη άμεσου μηχανισμού κατάσβεσης, εκκένωσης ή υποστήριξης εντός του τρένου, ενισχύει το ερώτημα για ελλείψεις σε πρόληψη και διαχείριση κρίσης.

2. Ένταση και πολλαπλές αναζωπυρώσεις – Καύσιμο φορτίο;

Αναφέρεται:

Πύρινες φλόγες ύψους 15 μέτρων

Πίδακες φωτιάς με πλευρική κατεύθυνση

Αμείωτη ένταση καύσης με αναζωπυρώσεις κάθε 10-20 δευτερόλεπτα

Συμπέρασμα:

Τα δεδομένα δεν συνάδουν με συνηθισμένο επιβατικό συμβάν. Η επαναλαμβανόμενη ανάφλεξη, η έκταση και η διάρκεια υποδηλώνουν:

Πιθανή μεταφορά ευφλέκτων ή απαγορευμένων υλικών στο εμπορικό τρένο

Καύσιμο φορτίο άγνωστης σύστασης ή σπινθήρας υψηλής θερμικής ενέργειας (π.χ. χημικά ή εύφλεκτες ύλες)


Απαιτείται ιατροδικαστική-χημική ανάλυση του τόπου, κάτι που αν έχει παραλειφθεί ή παραβιαστεί (λόγω πρόωρου μπαζώματος), αποτελεί πράξη εμποδισμού της αποδεικτικής διαδικασίας.

3. Καταγραφή φωνών – Αποδείξεις και ανατριχιαστική ντοκουμέντα

Οι φωνές αποτελούν:

Άμεσες προφορικές αποδείξεις κατάστασης επιβατών

Δείγματα πόνου, ασφυξίας και προσπάθειας επικοινωνίας μέσω κινητού (π.χ. 112)


Η φράση «Με ακούς;» σε συνδυασμό με την παύση γεωεντοπισμού δείχνει ότι κάποια κινητά κατέγραφαν και εξέπεμπαν έως τουλάχιστον 23.21.33, ήτοι πάνω από 4,5 λεπτά μετά τη σύγκρουση.

4. Εγκληματολογική αξιολόγηση – Πιθανά αδικήματα

Με βάση το υλικό, ενδέχεται να διερευνηθούν:

α. Εγκληματική αμέλεια με αποτέλεσμα θάνατο

Η μη ύπαρξη κατασβεστικών συστημάτων, πρωτοκόλλων εκκένωσης ή συνθηκών προστασίας εντός του τρένου συνιστά παράλειψη στοιχειώδους πρόβλεψης.

β. Παράβαση καθήκοντος

Αν υπηρεσιακοί παράγοντες γνώριζαν για την επικινδυνότητα της διαδρομής, του φορτίου, ή την τεχνική κατάσταση του συστήματος και δεν παρενέβησαν, υπάρχει ενδεχόμενο συνειδητής αμέλειας.

γ. Αλλοίωση του τόπου και καταστροφή αποδείξεων

Εάν το σημείο καλύφθηκε χωρίς πλήρη συλλογή και ανάλυση στοιχείων, η πράξη δύναται να κριθεί ποινικά επιλήψιμη.

5. Αστυνομική προσέγγιση – Τεχνικά ευρήματα & κινητά

Η φωνητική καταγραφή επιβεβαιώνει:

Πιθανή καθυστερημένη προσέγγιση σωστικών δυνάμεων

Δυνατότητα γεωεντοπισμού των θυμάτων μέσω κινητών (που δεν αξιοποιήθηκε σε πραγματικό χρόνο;)

Η φράση «Βρε Δημήτρη» και «Δεν μπορώ να αναπνεύσω» δείχνουν επίσης ότι οι επιβάτες είχαν συνείδηση του κινδύνου και ζητούσαν στοχευμένη βοήθεια. Η καταγραφή προφορικού λόγου μπορεί να αξιοποιηθεί σε αποδεικτική βάση ποινικής έρευνας.

Συμπερασματικά

Το συγκεκριμένο υλικό δεν είναι απλώς μαρτυρία – είναι κατηγορία εν εξελίξει, μια φωνή μέσα από τις φλόγες που ζητά δικαιοσύνη. Η εγκληματολογική και αστυνομική του αξιοποίηση είναι απαραίτητη, όχι προαιρετική. Κάθε λεπτό ή λέξη που αγνοείται, είναι και μια αλήθεια που θάβεται με τις στάχτες.

Ενδείξεις Συγκάλυψης

Η συγκάλυψη, ως έννοια στην εγκληματολογική θεωρία και πρακτική, δεν αφορά μόνο την άμεση απόκρυψη ποινικά κολάσιμων πράξεων, αλλά και τις δομικές, θεσμικές ή επικοινωνιακές ενέργειες που αποσκοπούν στην απόσπαση ή καθυστέρηση της απόδοσης ευθυνών. Στη διεθνή βιβλιογραφία, ο όρος αυτός συχνά αναφέρεται ως institutional denial ή administrative neutralization, και περιλαμβάνει μορφές ενεργητικής και παθητικής αποσιώπησης (Cohen, 2001).

Η περίπτωση του δυστυχήματος στα Τέμπη προσφέρει σοβαρά ερευνητικά ερείσματα για τη διερεύνηση ενδεχόμενης συγκάλυψης, όχι αναγκαστικά με τη μορφή απόλυτης αποσιώπησης, αλλά με συστηματική διολίσθηση ευθυνών, αποπροσανατολισμό του δημόσιου λόγου και θεσμική αδράνεια.

Το μπάζωμα του τόπου του δυστυχήματος


Η γρήγορη απομάκρυνση των συρμών και η εναπόθεση χωμάτων (μπάζωμα) στον τόπο του δυστυχήματος μέσα σε λίγες ημέρες από το γεγονός εγείρει σοβαρό προβληματισμό. Όπως αναλύθηκε στην προηγούμενη ενότητα, η ενέργεια αυτή ενδέχεται να έχει οδηγήσει στην καταστροφή ή αλλοίωση κρίσιμων αποδεικτικών στοιχείων. Ελλείψει επίσημης και πλήρους τεκμηρίωσης της αιτίας της αποκατάστασης, μπορεί να θεωρηθεί ως πρώτο στάδιο απομείωσης της διαφάνειας της διερεύνησης.

Ελλιπής επικοινωνία και καθυστέρηση κρίσιμων ερευνών

Σύμφωνα με μαρτυρίες συγγενών θυμάτων, η επικοινωνία με τις αρχές υπήρξε ανεπαρκής. Πολλές οικογένειες κατήγγειλαν ότι δεν τους παρασχέθηκαν επαρκείς πληροφορίες, ενώ υπήρξαν χρονικές καθυστερήσεις στην παραλαβή ιατροδικαστικών στοιχείων και διοικητικών πράξεων. Τέτοιες καθυστερήσεις, έστω και αθέλητες, ενισχύουν την κοινωνική υποψία ότι το κράτος προσπαθεί να ελέγξει το αφήγημα αντί να αποδώσει λογοδοσία.

Επιλεκτική απόδοση ευθυνών

Από την αρχή της υπόθεσης, η ποινική έρευνα και η δημόσια αφήγηση εστιάστηκε υπερβολικά στον σταθμάρχη, δημιουργώντας ένα αφήγημα προσωπικού λάθους. Παρότι πράγματι οι ενέργειές του ήταν κρίσιμες, το δυστύχημα συντελέστηκε σε περιβάλλον πολλαπλής θεσμικής αποτυχίας: από την τοποθέτησή του, έως την έλλειψη υποστήριξης από τεχνικά μέσα. Η επιμονή στη μονοπρόσωπη ευθύνη, σε συνδυασμό με την απουσία ουσιαστικής απόδοσης διοικητικών και πολιτικών ευθυνών, εγείρει ερωτήματα συγκάλυψης ή δομικής αποπροσανατόλισης της έρευνας.

Επικοινωνιακή διαχείριση και αποσιώπηση

Η χρήση των μέσων μαζικής ενημέρωσης για την προβολή ελεγχόμενων δηλώσεων, η περιορισμένη προβολή ενοχλητικών στοιχείων (π.χ. τεχνικά πορίσματα, ευρωπαϊκές εκθέσεις), και η απουσία δημόσιου διαλόγου με τεχνικούς και επιστημονικούς φορείς ενισχύουν την εντύπωση ότι υπάρχει επικοινωνιακή διαχείριση της υπόθεσης και όχι διαφάνεια. Η επιλεκτική πληροφόρηση λειτουργεί ως εργαλείο κατασκευής ενοχής ή αθωότητας στη συνείδηση του κοινού, αποτρέποντας την πραγματική δικαστική και κοινωνική αξιολόγηση.

Συμπέρασμα



Οι παραπάνω παράγοντες δεν αποδεικνύουν από μόνοι τους τη συγκάλυψη. Ωστόσο, αποτελούν ενδείξεις που χρήζουν πλήρους και ανεξάρτητης διερεύνησης. Στο πλαίσιο μιας κράτους δικαίου, η απόδοση ευθυνών δεν πρέπει να περιορίζεται σε λειτουργούς πρώτης γραμμής, αλλά να αναζητείται σε κάθε επίπεδο εξουσίας που είχε ευθύνη να προλάβει, να προστατεύσει και να ελέγξει.

Η εγκληματολογική προσέγγιση υποδεικνύει ότι, ακόμη και αν δεν υπήρξε πρόθεση συγκάλυψης, η διοικητική απραξία και η έλλειψη διαφάνειας ενδέχεται να λειτουργούν πρακτικά ως τέτοια.

Η Προπαγάνδα


Η προπαγάνδα σε ένα τέτοιο δυστύχημα, όπως αυτό των Τεμπών, δεν λειτουργεί πάντα με κραυγαλέο τρόπο. Συχνά αναπτύσσεται υποδόρια, μέσα από μηχανισμούς ελέγχου πληροφορίας, επικοινωνιακής κατεύθυνσης και συναισθηματικής διαχείρισης της κοινής γνώμης. Η εγκληματολογία και η θεωρία της πολιτικής επικοινωνίας έχουν καταγράψει τους βασικούς τρόπους με τους οποίους μια τραγωδία μπορεί να γίνει πεδίο προπαγανδιστικής διαχείρισης:

1. Μετατόπιση ευθύνης σε ένα πρόσωπο (αποδιοπομπαίος τράγος)

> Ο σταθμάρχης παρουσιάστηκε από την πρώτη στιγμή ως ο μοναδικός υπαίτιος, αποσπώντας την προσοχή από τις θεσμικές αποτυχίες, τις τεχνικές ελλείψεις και τις διαχρονικές παραλείψεις διοικήσεων.

Σκοπός: Να προστατευτούν πολιτικά πρόσωπα ή δομές, παρουσιάζοντας την τραγωδία ως «ανθρώπινο λάθος».

2. Έλεγχος της πληροφορίας – φίλτρο ειδήσεων

> Η πρόσβαση δημοσιογράφων στον τόπο του δυστυχήματος ήταν περιορισμένη. Πληροφορίες σχετικά με το αν υπήρχε επικίνδυνο φορτίο, τη λειτουργία της τηλεδιοίκησης, ή την αποκατάσταση του χώρου με μπάζωμα έφτασαν στο κοινό αποσπασματικά ή καθυστερημένα.

Σκοπός: Να καθυστερήσει η δημιουργία «δημοσίου κατηγορητηρίου» με πραγματικά στοιχεία.

3. Υπερφόρτωση συναισθηματικού λόγου

> Η χρήση όρων όπως «εθνική τραγωδία», «μοιραίο λάθος», «απώλειες που μας ενώνουν» επιχειρεί να ομογενοποιήσει το πένθος και να αποπολιτικοποιήσει την ευθύνη.

Σκοπός: Να καθησυχάσει το κοινό και να αποτρέψει μαζική διεκδίκηση λογοδοσίας.

4. Συμβολικές πολιτικές κινήσεις – όχι θεσμικές πράξεις


> Δηλώσεις μετάνοιας, επισκέψεις στον τόπο, παραιτήσεις χωρίς ουσία και προσωρινές αναστολές υπηρεσιών παρουσιάζονται ως «λύσεις».

Σκοπός: Να δοθεί η εντύπωση άμεσης αντίδρασης χωρίς να αλλάζει ουσιαστικά το σύστημα.

5. Κατασκευή «λογικής» αφήγησης

> Μετά από λίγες μέρες, προβάλλεται η ανάγκη «να κοιτάξουμε μπροστά» και «να αναβαθμίσουμε το σιδηροδρομικό δίκτυο», παρακάμπτοντας την ουσία της απόδοσης ευθυνών.

Σκοπός: Να κλείσει επικοινωνιακά ο κύκλος της τραγωδίας πριν ανοίξει νομικά.

Συμπερασματικά

Η προπαγάνδα δεν διαστρεβλώνει μόνο την αλήθεια – καθυστερεί και τη δικαιοσύνη. Σε τέτοιες περιπτώσεις, λειτουργεί ως μηχανισμός εξουδετέρωσης της συλλογικής απαίτησης για λογοδοσία. Ο ρόλος των ερευνητών, δημοσιογράφων και της κοινωνίας των πολιτών είναι να αποκαθιστούν την αλήθεια και να επιμένουν στη θεσμική κάθαρση.

Συμπεράσματα – Ποιες ενέργειες απαιτούνται

Η εγκληματολογική και αστυνομική διερεύνηση της υπόθεσης του σιδηροδρομικού δυστυχήματος στα Τέμπη, εφόσον βασιστεί σε μια συστημική και θεσμική προσέγγιση, αποκαλύπτει ένα πλέγμα δομικών παραλείψεων, τεχνικών αποτυχιών και θεσμικής δυσλειτουργίας. Δεν πρόκειται για ένα "μοναδικό λάθος", αλλά για ένα ατύχημα που γεννήθηκε μέσα από την κανονικοποίηση του ρίσκου, την αποδοχή της αδράνειας και την απουσία λογοδοσίας.

Η ανάλυση των τεσσάρων βασικών αδικημάτων (ανθρωποκτονία εξ αμελείας, παράβαση καθήκοντος, απιστία κατά του Δημοσίου και αλλοίωση τόπου εγκλήματος) φανερώνει ότι, εφόσον επιβεβαιωθούν τα πραγματικά περιστατικά, δεν πρόκειται για απομονωμένες ατομικές πράξεις, αλλά για συστημικές πράξεις και παραλείψεις που ενδέχεται να έχουν ποινική βαρύτητα.

Πέραν των δικαστικών εξελίξεων, η επιστημονική εγκληματολογία και η πολιτική πρόληψη επιβάλλουν μια σειρά από ουσιαστικές και άμεσες ενέργειες, προκειμένου να προστατευθεί το κοινωνικό σύνολο και να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στους θεσμούς.

Πλήρης, διαφανής και ανεξάρτητη διερεύνηση

  • Ενίσχυση των αρμοδιοτήτων της Δικαιοσύνης, με πρόσβαση σε όλα τα τεχνικά και διοικητικά στοιχεία, ανεξαρτήτως ιεραρχίας ή πολιτικής προστασίας.
  • Προστασία του ανακριτικού έργου από επικοινωνιακές ή πολιτικές παρεμβάσεις.
  • Εμπλοκή ανεξάρτητων επιστημόνων και τεχνικών πραγματογνωμόνων, χωρίς διοικητική εξάρτηση από εμπλεκόμενους φορείς.

Νομικός επανακαθορισμός της θεσμικής ευθύνης

  • Ανάπτυξη νομικής βάσης για την ποινική ευθύνη σε περιπτώσεις κρατικής αδράνειας ή παρατεταμένης παραβίασης πρωτοκόλλων ασφαλείας.
  • Αναγνώριση ότι η συστημική αμέλεια μπορεί να στοιχειοθετήσει αδίκημα, ακόμα και αν δεν υπάρχει φυσικός αυτουργός με πρόθεση.

Επανεξέταση του μηχανισμού ασφάλειας στις δημόσιες υποδομές

  • Θέσπιση υποχρεωτικών ανεξάρτητων ελέγχων ασφαλείας σε σιδηροδρομικά, αεροπορικά και κρίσιμα δίκτυα μεταφοράς.
  • Καταγραφή και δημόσια ανάρτηση δείκτη συμμόρφωσης με πρότυπα ασφαλείας ανά υπηρεσία.
  • Εισαγωγή υποχρεωτικού risk assessment ανά έργο ή προμήθεια του Δημοσίου.

Θεσμική υποστήριξη των θυμάτων και των οικογενειών

  • Δημιουργία ανεξάρτητου Γραφείου Θυμάτων Μαζικών Καταστροφών, με ψυχολογική, νομική και αποζημιωτική αρμοδιότητα.
  • Διατήρηση δικαιώματος πρόσβασης σε όλα τα πορίσματα από συγγενείς των θυμάτων.
  • Θεσμοθέτηση ετήσιας δημόσιας λογοδοσίας για την πρόοδο της έρευνας.

Παραπομπές / Νομοθετικό Πλαίσιο

Η εγκληματολογική και αστυνομική ανάλυση της υπόθεσης Τεμπών βασίζεται σε συγκεκριμένα νομικά άρθρα του ελληνικού Ποινικού Κώδικα, σε διεθνείς οδηγίες, καθώς και σε θεμελιώδη θεωρητικά μοντέλα της εγκληματολογικής επιστήμης. Παρακάτω παρουσιάζονται τα βασικά νομικά και επιστημονικά σημεία αναφοράς που στηρίζουν τη δομή του άρθρου:

Ποινικός Κώδικας (Νόμος 4619/2019 όπως ισχύει)

Άρθρο 302 Π.Κ. – Ανθρωποκτονία εξ αμελείας

Άρθρο 259 Π.Κ. – Παράβαση καθήκοντος

Άρθρο 242 Π.Κ. – Παραποίηση ή καταστροφή αποδεικτικών στοιχείων

Άρθρο 256 Π.Κ. – Απιστία κατά του Δημοσίου

Άρθρο 261 Π.Κ. – Καταστροφή εγγράφου από δημόσιο υπάλληλο

Άρθρο 396 Π.Κ. – Παρακώλυση συγκοινωνιών

Οδηγίες και πρότυπα

  • INTERPOL DVI Guidelines (2022 έκδοση): Κατευθυντήριες γραμμές για την ταυτοποίηση θυμάτων μαζικών καταστροφών
  • Ευρωπαϊκή Επιτροπή / ERA Reports: Τεχνικά δελτία ελέγχου για το ευρωπαϊκό σιδηροδρομικό δίκτυο
  • Διεθνές Μοντέλο Swiss Cheese (Reason, 1990): Μοντέλο αιτιολόγησης αλυσίδων αποτυχίας

Επιστημονικές και εγκληματολογικές πηγές

  • Cohen, S. (2001). States of Denial: Knowing About Atrocities and Suffering
  • Punch, M. (2003). Rotten Orchards: “Barrel”, “Bad Apple” and “Rotten Barrel” Theories of Police Corruption
  • Hillyard, P. & Tombs, S. (2007). From ‘Crime’ to Social Harm?
  • Whyte, D. (2009). Crimes of the Powerful
  • Kramer, R. & Michalowski, R. (2006). 
  • State-Corporate Crime: Wrongdoing at the Intersection of Business and Government
  • Μαργαρίτης, Κ. (2019). Ποινικό Δίκαιο – Ειδικό Μέρος

Συμπληρωματικές εγκληματολογικές προσεγγίσεις – Θεσμική ευθύνη και κοινωνικός απόηχος

Η εγκληματολογική ανάλυση δεν περιορίζεται στην αξιολόγηση ποινικών άρθρων. Οφείλει να ενσωματώνει ποιοτικές προσεγγίσεις, με στόχο να αναδείξει τις δομές και τις αλληλουχίες που οδηγούν σε καταστάσεις θυματοποίησης σε επίπεδο κοινωνίας. Η υπόθεση των Τεμπών προσφέρεται για την εφαρμογή τριών θεωρητικών εργαλείων που φωτίζουν πλευρές της τραγωδίας με θεσμικό, κοινωνικό και ηθικό βάθος:

Κρατική εγκληματικότητα μέσω παράλειψης (Crimes of Omission)

Σύμφωνα με τη θεωρία της κρατικής εγκληματικότητας (state crime), ένα κράτος ή οι θεσμοί του μπορεί να εμπλέκονται σε εγκληματογόνα δράση μέσω συστηματικής αδράνειας ή εγκατάλειψης του καθήκοντός τους να προστατεύουν τη ζωή και την ασφάλεια των πολιτών (Kramer & Michalowski, 2006).
Στην περίπτωση των Τεμπών, το γεγονός ότι είχαν διατεθεί κονδύλια για έργα ασφαλείας που δεν ολοκληρώθηκαν, ότι γνωστές δυσλειτουργίες δεν αποκαταστάθηκαν, και ότι προειδοποιήσεις εργαζομένων δεν εισακούστηκαν, δημιουργεί το πλαίσιο για διερεύνηση ενδεχόμενης κρατικής αμέλειας με εγκληματικό αποτέλεσμα.

Εγκληματολογική ευθύνη της υποδομής (Infrastructure Criminality)

Το δυστύχημα δεν συνέβη σε ένα μεμονωμένο σφάλμα αλλά σε ένα περιβάλλον τεχνικής και θεσμικής ευαλωτότητας. Η θεωρία της «εγκληματολογίας των υποδομών» (Hillyard & Tombs, 2007) αναλύει πώς οι σχεδιαστικές ή διαχειριστικές παραλείψεις σε κρίσιμα δίκτυα (π.χ. συγκοινωνίες, ενέργεια, υγεία) παράγουν εγκληματογόνες καταστάσεις.
Η ύπαρξη μονής γραμμής, η απουσία αυτόματης σηματοδότησης, και η αδυναμία έγκαιρης αντίδρασης μετά τη σύγκρουση, εντάσσονται σε αυτή τη θεώρηση.

Δευτερογενής θυματοποίηση από την Πολιτεία

Ο τρόπος με τον οποίο οι οικογένειες των θυμάτων ενημερώθηκαν, στηρίχθηκαν ή —σε ορισμένες περιπτώσεις— αγνοήθηκαν, αποτελεί πεδίο μελέτης της έννοιας της δευτερογενούς θυματοποίησης. Όταν το κράτος δεν παρέχει ψυχολογική, νομική, θεσμική και κοινωνική υποστήριξη στα θύματα ή/και καθυστερεί στην απόδοση δικαιοσύνης, τότε συμβάλλει στην επανάληψη του τραύματος και στην κοινωνική τους αποξένωση.
Η μη εφαρμογή των πρωτοκόλλων DVI (ταυτοποίηση θυμάτων), η έλλειψη ενημέρωσης και η αποσιώπηση της κατάστασης του τόπου του δυστυχήματος συμβάλλουν στην αποδόμηση της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ Πολιτείας και πολιτών.

-------------------
Οι παραπάνω θεωρητικές προσεγγίσεις δεν αποδίδουν ποινικές ευθύνες. Αντιθέτως, λειτουργούν ως εργαλεία διερεύνησης της θεσμικής ηθικής, της διοικητικής λογοδοσίας και της κοινωνικής πρόληψης. Εφόσον η δικαστική διερεύνηση ολοκληρωθεί, τέτοιες θεωρήσεις μπορούν να συμβάλουν στον ανασχεδιασμό των μηχανισμών ευθύνης και προστασίας, ώστε να μην επαναληφθεί μια τέτοια τραγωδία με συστημικό χαρακτήρα.

Τελικό Εγκληματολογικό Συμπέρασμα

Το δυστύχημα των Τεμπών δεν αποτελεί μόνο μια τραγωδία. Αποτελεί ένα καθρέφτη του πώς η αδράνεια, η αμέλεια και η απουσία λογοδοσίας μπορούν να μετουσιωθούν σε συστημική εγκληματικότητα. Τα ευρήματα που αναλύθηκαν δεν τεκμηριώνουν ακόμη ποινική ενοχή – αυτό είναι έργο της Δικαιοσύνης. Ωστόσο, αναδεικνύουν ένα πολυεπίπεδο πλαίσιο κρατικής και θεσμικής αποτυχίας που δεν μπορεί να θεωρηθεί απλώς «ανθρώπινο λάθος».

Οι φωνές των επιβατών που ακούστηκαν μέσα από τις φλόγες, τα χρονικά κενά αντίδρασης, η ανυπαρξία βασικών συστημάτων ασφαλείας, το μπάζωμα του χώρου, η αποπροσανατολιστική ρητορική και η ανυπαρξία πολιτικής ευθύνης συνθέτουν ένα πεδίο όπου η κοινωνία δεν μπορεί να παραμείνει αμέτοχη.

Στην εγκληματολογία, όταν οι παραλείψεις γίνονται κανόνας και όχι εξαίρεση, όταν οι θεσμοί επιλέγουν να μην προλαμβάνουν το προβλέψιμο, τότε δεν μιλάμε για ατύχημα. Μιλάμε για δομική, θεσμική εγκληματικότητα με πραγματικά θύματα.

Το δυστύχημα των Τεμπών ίσως να ήταν το τέλος για δεκάδες ανθρώπους. Για την Πολιτεία όμως, οφείλει να είναι η αρχή μιας αναμέτρησης με την αλήθεια.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η Δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ: Εγκληματολογική Προσέγγιση Μιας Σιωπηλής Εκτέλεσης

Η Υπόθεση Πισπιρίγκου και οι Σκιές της Οικιακής Τραγωδίας

Η υπόθεση ΜΟΥΡΤΖΟΥΚΟΥ - «Ό,τι δεν ειπώθηκε ποτέ»